• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 17

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Τους καλικαντζάρους εις την Γορτυνίαν (Λάστα) τους παριστάνουν κοντούς ως 5-6 ετών παιδιά. Είναι επιτήδειοι να σκαρφαλώνουν εις τα υψηλά μέρη. Δια τούτο όταν ευρίσκεται κανέν παιδίον να σκαρφαλώνη το παρομοιάζουν προς καλικάντζαρον. Όταν είναι εις τον επάνω κόσμον δια φαγητόν ψήνουν εις το σουβλί βαθράκια. Λέγουν δε ότι μιαν φοράν ένας έψενε κρέας εις το σουβλί ο καλικάντζαρος έψηνε βαθράκια και τω έλεγε <το δικό σου στάζει, το δικό μου δεν στάζει, έλα να τα σμίκουμε>. Εκείνος εκατάλαβε πως ήτο καλικάντζαρος και τον εκτύπησε με το σουβλί τον έκοψε και έφυγε από εκεί. Δια τούτο αι γυναίκες την παραμονήν των Φώτων αδειάζουν την στάκτην και πετούν ολίγην έξω διότι οι καλικάντζαροι ουρούν την στάκτην. Οι κλικάντζαροι έρχονται ανήμερα του Χριστού και δια τούτο λέγουν. Στης είκοσι πέντε Δεκεμβρίου έρχεται το στράτευμα του Καλικαντζαριού. Και φεύγουν την παραμονήν των Φώτων και δια τούτο λέλει ο κόσμος. Στης πέντε του Γενάρη Φεύγουν οι Καλικαντζάροι. Και δια να φύγουν ο κόσμος έβαζε πρότερον εις την φωτιά ένα παληοτσάρουχο από την μυρωδιά δε αυτού έφευγον και έλεγον. Παληοτσάρουχο μυρίζει εδώ Μουντζώτε τούτο το χωριό. Και όταν αγιάζοντο τα νερά και έφευγαν εντελώς οι καλικάντσαροι έλεγον. Φέγατε να φύγουμε Τι έφτασ’ ο τουρλόπαπας μρ την αγιαστήρα του… Ο παπάς με αγιασμό Χωριανοί με το θερμό(βλέπε σελ. 43) Εδημοσιεύθη εις Πελοπόννησον Πατρών 5 ιανουαρίου 1912) 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Ο Λιάκος Ράλλης, από Λάστα, αρρώστησε, ο κόσμος λοιπόν έλεγε ότι ήτανε απ’ όξω. Η δε Νεραϊδιάρα είπε, να φέρουνε το νεραϊδόξυλο αρματομένει άνθρωποι, και να ν’ αμίλητο και να το βράσουνε να το πιή ο άρρωστος αλλά τη νύχτα που θαν το πιή να του φυλάνε αρματωμένοι ανθρώποι, και να μη βγη κανένας όξω από το σπίτι, για τι λαβόνει αλλά το νεραϊδόξυλο να ‘ναι από πρίνο και όχι από έλατο, δηλαδή έναι ένα άλλο ξύλο (θαμνόκλαδο) που ξεφυτρώνει (φύεται) απουπάνω ‘ςτα έλατα (ιξό το λέμε) άμα θελάν το βράσουνε η νεραϊδιάρα εμίλαγε τουν νεράϊδωνε και της έδινε μελόπιττα και της εκαλόπιανε και της εμίλαγε ‘ς τα ονόματά τους. Τα δε ονόματά τους ήσαντε 1) Παγώνα 2)Αγράφω 3)Καλλιόπη, 4)Κανέλλα 5)Χάιδω 6)Γαρούφω 7) Ζαφείρω 8) Μηλίτσα 9) Μελπομένη 10) Αρετή 11) Τριαντάφυλλη 12)Ακριβή 13)Λεϊμονιά 14)Ζουγράφω 15)Πυργούλα 16)Ουρανία 17)Αργύρω ή Αργυρή 18)Ασήμω 19)Χρυσούλα ή Χρυσάφω 20)Πουρναραπηδίστρα 21)Φροσύνη 22)Αγλαΐα 23)Λαμπετία 24)Πηνελόπη 25)Αστέρω 26)Πανωραία 27)Ευανθία 28)Λάμια 29)Κυπαρίσσω 30)Κρουστάλω 31)Χρυσαυγή 32)Γελούσα 33)Κυράτσω 34)Βελούδω 35)Α(ν)θηνιά 36)Πούλια 37)ιδιαιτέραν εύνοιαν έχουσα εις τους Λασταίους «Λαστιώτισσα νεράιδα» μεσίτις ούτως ειπείν των Λασταίων Νεράιδα 38)Αφροδίτη και 39)η κουτσή Σμαράγδω που θα ιδούμε παρακάτω, και άλλα ονόματα είχανε που δεν είναι γραμμένα, ΄ςτο αγιολόγι, γιατί δεν είχανε άγιου όνομα, αφ’ ου της εκαλόπιανε, έλεγε ‘κεινής που ο πήρετ την υγειά του να του τη δώση πίσω, κ’ εγεινώτανε ο λόγος της νεραιδιάρας για τι ήσανε φιλιωμέναις η Νεράιδαις με την Νεραιδιάρα και ο λόγος της δεν εγινώτανε δύο, τα μάτια τους αναφέρνουνε ότι ήσαντε σκιστά τον κατήφορο και όχι πλάγια σαν τα δικά μας, κη όγοιος ήθελε της ιδεί του πέρνανε τη φωνή, μοναχά η Νεραιδιάρα εκουβέντιαζε ακί δεν πάθαινε τίποτα, ενέθανε, κ’ εγώ θυμούμαι ότ’ μό’ δείχνανε η γρηαίς ένα νεραϊδοσφύντυλο του αδραχτιού τουν νεράιδωνε κ ήτανε καθώς θυμάμαι από κεραμίδι, ως μια ‘κοσιάρα του Κυβερνήτη (Ιωαν. Καποδίστρια), αλλ’ οι γέροι μου λένε ότι έχω λάθος, ήτανε από μαλακό λιθάρι που ο κόσμος το λέει μπιλεσίτσα, που μ΄ αυτό εγράφανε τα παιδιά του χωριώνε (χωριατόπουλα) ‘ς την πλάκα, εχορεύανε και ο κόσμος άκουγε τα τούμπανα ‘πό βαρήγανε ιχορεύανε δε τόσο καλά και τόσο ώμορφαις ήσαντε, ώστε ακόμα αναφέρει ο κόσμος «Σα νεράιδα έναι» και «Σα νεράιδα χορεύει.» Συνέβη δε μια βολά δύο να πάρουνε γυναίκες νεράιδαις, και τούτο εγινώτανε εάν κανένας ήτανε φιλιωμένος με της νεράιδαις, καθώς ήσαντε αυτά, και αρπάχνανε άξαφνα το μαντήλι τους τότε η νεράιδα ακολούθαγε αυτόν, ο ένας λοιπόν εννόησε και άρπαξε το μαντήλι και το καψε και την είχε γυναίκα έως που πέθανε, έκαμαν παιδιά κ’ ελεγώτανε το σειριολόγι τους νεραιδόσογο, τούτο λένε οι Λασταίοι πως έγεινε ‘ς τη Λυκούρια, ο άλλος ύστερα από πολλά χρόνια της έδωκε το μαντήλι κ’ εχόρεψε, και εν ω έσουρνε το χορό έγεινε άφαντη, κ’ επήγε πίσω ‘ς τ’ ης άλλαις νεράιδαις. Βλ. πρόλογον σημ. 9 επιστολήν 1. [Νεραϊδόξυλο= βλ. σημ. προλόγου 9 επιστολή 1, Νεραϊδιάρα= Ήτο από τους Νικολοπούλους, Η γοκά Νικολού όπως την έλεγαν τότε.] 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Άμα εγεννηώτανε παιδί θα περάσουν τρεις ημέραις, τότε έρχονται η μοίραις για να μοιράνουνο το παιδί, και σημάδι έναι τούτο, ότι η μύτη του παιδιού τότε καίγεται. Για ‘κείνο αυταίς της ημέραις οι άρχοντες εβάνανε απουκάτω ‘ςτο προσκέφαλο του παιδιού ασημαίνια χρήματα, οι γοι αρματωλοί άρματα, οι τεχνίταις από τα σύνεργά τους, οι γραμματικοί χαρτιά, για να παρακινηθούνε η μοίραις να μοιράνουνε σύφωνα μ’ εκείνα αλλά τ΄άρματα δεν ελείπανε από κανένα παιδί, και αυτό ακόμα επικρατεί, και τούτο συμπεραίνω ‘γω ότι ήτανε ο καϋμός πώς να φανούνε αντρειωμένοι να διώξουνε τους τούρκους. Βλ. τραγ. Κ. (12) Η δε μοίραις ελέγανε τότες τι θα περάση το μικρό παιδί ‘ς ούλη του τη ζωή και μια βολά ένας ξένος ‘πό ‘τυχε ‘ς μια λεχωνιά άκουσε ‘πό ‘ λεγανε η μοίραις ότι το παιδί εκείνο θα πεθάνη από φίδι, για τούτο εκείνος το ‘βάφτισε και το πήρε και το βαλε ‘ςε γυάλινο κλουβί, για να μην το βρίσκη το φείδι και το φάη. Αλλ’ άμα επαντρευώτανε ήτανε ένα κόκκαλο από φείδι εκεί χάμω ‘ριμμένο που άλλαζε και το πάτησε, ο πόνος εκείνος τον αφώρμισε, για τι το κόκκαλο ήτανε φαρμακερό κι ο άνθρωπος εκείνος επέθανε καθώς τον εμοιράνανε η μοίραις του. Έν άλλο παιδί το μοιράνανε ότι θα σκοτωθή μέσα ‘ςτο μύλο, η μάννα που τ’ άκουσε το είπε του παιδιού της και ποτέ δεν έμπαινε μέσ’ ‘ςτο μύλο. Μια βολά που ‘διάει ‘ςτο μύλο ηύρω το μυλωνά να χαράζη το μυλολίθι, ο μυλωνάς τον επαρακάλεσε να του βοηθήκη να σιάξη (καθήση) το μυλολίθι, εκείνος δε του είπε ότι έναι αδύνατον να μπη μέσα, τότε ο μυλωνάς τον επήρε σπρώχνοντα να τον μπάση μέσα ενώ δε εσπρωχνώσανε εκυούλησε το μυλολίθι που ήσανε ορθό και τον εσκότωσε εξ ου η παροιμία «ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Τούτο λέει και το τραγούδι Η μοίρα έρχεται και κάθεται ‘ςτη μύτη του παιδιού ως μυίγα μεγάλη και πλουμιστή δηλ. κόκκινη, πράσινη, γεράνια, γαλάζια, μαύρη, άσπρη, κίτρινη έχει ούλα τα χρώματα απάνω της, και, εάν ήναι τρανά τα κόκκινα ή άσπρα, θα περάση καλά το παιδί ‘ςτη ζωή του, εάν δε τα μαύρα ή γεράνια, θα περάση κακά. Είναι δε και πολύ καυτερή και καίγει τη μύτη και αν καή πολύ έχει πολλά βάσαν το παιδί να τραβήξη, εάν λίγο λίγα. [παιδί= Νανουρίσματα «Νάνι, νάνι το παιδί μου. Το στολίδι της αυλής μου. – Νάνι, νάνι, νάνι. – Κη ό,τι το πονεί να γιάνη». «Έλα ύπν(ο – ε) και γλυκ’ αποκοίμησ’ (ε) το. Έλα ύπν’ από τη Χίο, Κη αποκοίμα τον υιγιό. Έλα ύπν’ από τη Λάστα. Κη’ αποκείματην την πάπια. Έλα ύπν’ όχ τη Βυτίνα. Κη’ αποκοίμα την τη χήνα». «Που το αγαπάνε δηό» ο πατέρας του κ’ εγώ. «Έλα ύπν’ από τημ Πόλι. Κη’ αποκοίμα την τηγ κόρη». «Τα παιδιά τα ‘σερνικά. Θέλουν άρματα καλά. Και η τσιουπαις η καλαίς θέλουν ρόκαις φουντωταίς,» «Νάνι που το χαρίζουνε, την Πόλι με τα σπίτια. Να ιδή και την Αγιά Σοφιά, μ’ ούλα της τα στολίδια». Βλ. τραγ. Ο 5 όστις εβάπτιζε τον υιόν του και δεν έκανε «βαφτίσια» κατεφρονείτο έτρωγον, έπινον ετραγώδουν, τέλος διεσκέδαζον όλην την ημέραν εκείνην.] 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Ο θεός άμα έχτσε τον κόσμο, έπλασε και ανθρώπους. Πρώτα έπλασε τον καλόγερο, δεύτερα τον παπά, τρίτον τον χριστιανό και τελευταία τον τούρκο, και ύστερα απο τους άντρες έπλασε έντεκα γυναίκες. Ο Τούρκος επαρουσιάστη πρώτος πρώτα εις τον θεό και εγύρεψε απο της πλασμέναις γυναίκες. Ο θεός του έδωσε εφτά. Έπειτα επαρουσιάστη ο Χριστιανός, του δίνει κ'εκεινού τρείς, έρχεται κατόπιν ο παπάς, του δίνει κ'εκεινού την μία 'π'απόμεινε. Ουλουστερνός πηγαίνει και ο καλόγερος με την πρησμένη κοιλιά του. Ο θεός άμα τον είδε του λέει <Που ήσουν, κακόμοιρε, εσύ, τόσον καιρόν; φαίνεται όμως απο την κοιλιά πως το είχες ρήξη 'ςτο φαί και 'ςτο κοιμήσι. Τώρα της γυναίκες της έδωσα εις τους άλλους, και δεν έμεινε καμμία για σένα :αλλά συ φρόντισε να οικονομήσαι απο της γυναίκες των άλλων. Για τούτο οι καλόγεροι δεν έχουν γυναίκα, αλλά πολλά παιδιά μοιάζουν καλόγερων 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Ένας μια βολά ήτανε πλούσιος, είχε στάναις, πρόβατα, γίδια, ΄γελάδια, άλογα, χωράφια, αμπέλια, σπήτια, αλλά ο διάβολος του ‘χε καψάλια (χαλινό) και δεν τα ήγλεπε, το ‘φαινώτανε ότι ήτανε πεντάφτωχος. Ένα μεγάλο Σάββατο εδιάει τη νύχτα με ρετσίνι ‘ς ένα ρέμα να μαζώξη καββούρους να φάμ το Πάσχα, εκεί ΄ς ένα ρέμα βρίσκει τη διαβόλισσα κ’ εγένναγε, του λέει λοιπόν και την εκράτησε κη απογέννησε, για τι ο διάβολος δεν ήταν εκεί, του λέει στερνά για το καλό που μο ‘κανες θα σε πάω ς τον άντρα μου το διάβολο να του ζητήσης ό,τι θέλεις, αλλά πρόσεξε εκείνος θα σου δίνει χρήματα πλήθος ή και ό,τιδήποτε άλλο, αλλά να του γυρίψης να σου βλάλη τα καψέλια. Επήγαινε, του χάριζε πολλά καλά, αλλ’ εκείνος επέμενε ‘ς εκείνο που του είχε η δαιμόνισσα ειπωμένο: τέλος ο διάβολος του είπε μεγάλο ζήτημα μου έκαμες, αλλά ‘ σαν έκαμες το μεγάλο καλό ‘ς τη γυναίκα μου, θα σου το δώσω, και του βγάνει τα καψέλια. Γυρίζει για το σπήτι του, απαντάει ‘ς το δρόμο, πρόβατα, γίδια, κλπ. χωράφια, αμπέλια, κλπ. ‘ρωτάει τίνους να ήναι; όλοι λοιπόν του έλεγαν ότι ήσαν δικά του, κουνάει το κεφάλι με απορία και λέγει «μωρέ κ’ εγώ δεν τα ήγλεπα τόσον καιρόν,» φέρτε να ψήσουμε αρνιά να κάμουμε το Πάσχα και να χαρούμε.» 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Τη γή τη βαστάει απουκάτω μια κολλώνα η γή οποία έχει τέσσερους άλλους στύλους (ως παραφυάδας), εκεί λοιπόν δουλεύουνε οι Κολληκακαντζάροι και πασκίζουνε να κόψουνε την καλλώνα για να πέση η γή, και ως πηριόνια(πρίονας)μεταχειρίζονται τέλια(ψιλοίλι σίρμα δια ταμπουρά) και τρίχαις από αλογονουρά και ούλη τη χρονιά εργάζουνται ήτοι από του Φωτώνε έως τα Χριστούγεννα και λίγο λέιπει να την κόψουνε αλλ’άμα έρθουνε τα Χριστούγεννα αφίνουν πληά τη δουλειά τους, για τι δεν ειμπορούνε πληά να δουλέψουνε και έρχονται εδώ ‘ςτον απάνω κόσμο και φαί τρώνε σφαρδάκλια και του έλεγε <το ιδικόσου στάει (τρέχει), το δικόμου δε στάει, έλα να τα σμίξουμαι>. Εκείνος εκατάλαβε ότι έναι Κολληκάντζαρος και τον εβάρεσε με το σουγλί και τον έκαψε κ’έφυγε από κεί δια τούτο και η γυναίκαις την παραμονή του Φωτώνε αγιάζουνε τη στάχθη και πετάνε λίγια όξω για τι οι Κολληκαντζάροι κατουράνε ‘στη στάχθη, (αυτό η γυναίκαις το κάνουνε ως τα σήμερα), και για να φύγουνε πρωτήτερα ο κόσμος έβανε ‘ς τη φωτιά παλητσάρουχο και από τη μυρουδιά εφέγανε, ελέγανε δε και τούτο. Παληοτσάρουχο μυρίζει εδώ. Μουντζώνε από τούτο το χωριό Στερνά δε ‘ςτο άγιασμα ‘πο’ εφέγανε ολότελα ελέγανε Φέγατε να φύγουμε Τι έφθασ’ ο τουρλόπαπας Με την αγιαστήρα του. Άγιασε τον κωλό μας Την κωλοτρουπίδα μας ή Ο παπάς με αγιασμό Χωριανοί με το θερμό. Αφ’ού οι Κλληκαντζάροι ερθούνε απάνω αφίνουνε πληά την κολλώνα εκείνη και τότε εκείνη θρέβει της δώδεκα ημέραις ‘πο έρχονται απάνω, κη άμα πάνε κάτω ξαναρχίζουνε, κη ούλα τα χρόνια γίνεται το ίδιο και ποτέ δεν θα κατορθώσουνε να την κόψουνε. Τους Κολληκαντζάριυς τους παρασταίνουνε πολύ κοντούς ως 5-6 χρονών παιδί, ακόμα δε και επιτήδειους ν’ανεβαίνουνε ‘ςτα ψηλά, για τούτο αν ευρίσκεται κανά παιδί ν’ανεβαίνη ‘ςτα ψηλά, το ονομάζουνε Κολληκάντζαρο. (Ο λαός λέγει <Στης είκοσι πέντε Δεκεμβρίου-έρχεται το στράτεμα του Κολληκαντζαριού>, δια τον ερχομόν των. Φωτώνε=Δια την φυγήν των <Στης πέντε του Γενάρη-Φεύγουν οι Κολληκαντζάροι> Μουτζώτε από τούτο το χωριό Η <Χαμοληός μυρίζει εδώ.-Να χαθή τέτοιο χωριό> λέγουν οι Ηλείοι(Λαμπέτι) 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Μια βολά ένας άνθρωπος εκοιμήθη ένα μεσημέρι απουκάτω ‘ςε μια αχλάδα, εκεί επεράσανε η νεράιδαις και μια από δαύταις επέρασε από τη μια μεριά ‘ςτην άλλη ‘ςτην απαλάμη του ένα βούρλο, άνοιξε λοιπόν γιαράς (πληγή) και κανένας γιατρός δε ‘μπόρηγε να τον γιατρέψη, τότες εδιάει και ‘ςε μια μάγισσα, η γη οποία κι εκείνη δεν εμπόρεσε να τον γιάνη αλλά του είπε να πάη την ίδια ημέρα του χρόνου πο’ ‘κοιμώ’τανε απουκάτω ‘ςτην αχλάδα που έπαθε και να κάμη το κοιμισμένο, εδιάει λοιπόν και έκαμε το ξερό, κη ακούει ‘πο περνάγανε η νεράιδαις και μία η Σμαράγδω ήτανε κουτσή, τον ελυπήθη που ήτανε χάμω και είπε «ο κακομοίρης ένα χρόνο κλειδωτό έναι ξερός από το βούρλο που το βάλαμε, εγώ θα του το βγάλω». Κη αμέσως του το βγάλε και το πέταξε απάνω ‘ςτην αχλάδα κ’ εφύγανε, στερνότερα εκείνος εσηκώθη γερός, επήρε και το βούρλο και ήτανε γιατρικό, όποιος επάθαινε απ’ έξω (από νεράιδαις) το βάνανε πάνω τους κ’ εγιατρεώσανε, κι δα κόσμος του το είχε για ‘ς πολλά τη. Η Σμαράγδω από την κουτσαμάρα της ελυπήθη εκείνονε. Πολλαίς νεράιδαις ήσαντε ‘ςτο νεραιδοβούνι του Μεζενίκου, ανατολικά της Λάστας, και επειδή το λεγόμενον ακόμα νεραιδοβούνι έναι αντίκρυ του Αγιολιά της Λάστας, ερχώσανε και εκεί, και επειδή είναι καταρραχιά ήτοι Σαλά ράχη, Τζιοβιλαίικο αλώνι, τομή αλώνι. Λέζι αλώνι, αλωνάκι, εκαθώσανε και εχορεύανε, κ’ έπειτα επαγαίνανε ‘ς τον άγιο Λια, απ ‘εκεί εγνωρίστη και η Δημήτρω σύζυγος του Νικολού Νικολόπλου η οποία εγείνηκε νεραιδιάρα κ’ εγιάτρεψε το Λιάκο Ράλλη ως είπαμε βλ. τραγούδ. Ε. 23. Ταύτας τας πεποιθήσεις είχον οι Λασταίοι περί νεράιδων. [βλ. εις τα περί Λάστης σημ. Ε, εκατεβαίναν δε κ’ έφευγαν από την Αγία Παρασκευή ακολουθούσαι την εκ του κακοπάγου λοφοσειράν]. 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Κάθε άνθρωπος άμα πεθάνη πογαίνει 'ςτον κάτω κόσμο, εκεί καλίει και κόβεται που πέθανε, για τι ο απάνω κόσμος του φαίνεται γλυκός. Οι άλλοι πεθαμνένοι γελάνε που τον γλέπουνε και κάνει έτσι. Τούτο γίνεται μια ημέρα 'ςε κάθε πεθαμμένονε. Έπειτα τον λυπόνται και τον πάνε 'ςε μια βρύση και του λένε να πιή νερό αφ'ού πιή νερό αμέσως αλησμονάει κ'εκείνος τοναπάνω κόσμο κ'γελάει μ'εκείνους πο 'ρχονται την άλλ'ημέρα. Τούτο γίνεται 'ς ούλους τους πεθεμμένους. (Φαίνεται γλυξός=Με χίλια δυο βάσανα γλυκός απάνω κόσμος βλ. Μυρ. τ. 8, πεθαμμένους= βλ. Μυριολ. τ. 8) 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Ουλούθε όπου βγαίνει νερό εκεί μένει και Νεράϊδα, για τούτο ο άνρωπος την νύχτα που ήθελε περάσει κοντά από τρεχούμενο νερό δε μίλαγε ολότελα, για να μη του πάρη η νεράϊδα τηφ φωνή του, αλλά καμπόσ’ βολαίς, και τούτο το λένε κάμποσοι γέροι ότι το ίδανε, το νερό τη νύχτα κοιμάται, όπου λέμε μένει χωρίς να κοιμηθή ολότελα, και τότε πληά η νεράϊδα έναι εκεί όξω ‘ςτο νερό και στέκει, αλλά για να φύγη η νεράϊδα και τρέξη το νερό έναι ετούτο, πετάει μια πέτρα μέσ’ ςτο νερό και τότε η νεράϊδα αμέσως φέγει και το νερό τρέχει. Τη Νεράϊδα τότε ούλοι δεν τηβ βλέπουνε, τα δε άλογα τη γλέπουνε και φρουμάζουνε και ξαφνιάζονται και δεθ θέλουνε να περάσουνε από κει καθώς και τα σκυλιά, όσα όμως είναι τεσσερομμάτικα ήτοι έχουνε σημάδι απουπάνω από τ’ αφρύδια, τα μεν μαύρα άσπρο, τα δε άσπρα μαύρο, τα δε άλλα δεν τη γλέπουνε. 

Λάσκαρης, Νικόλαος
Thumbnail

Σπητόφειδο (το)-ο μένων διαρκώς εν τη οικία 

Λάσκαρης, Νικόλαος
  • «
  • 1
  • 2
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (17)Συλλογέας
Λάσκαρης, Νικόλαος (17)
Τόπος καταγραφήςΑρκαδία, Γορτυνία, Λάστα (17)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.