Αναζήτηση
Αποτελέσματα 41-50 από 56
Παρ' τουν ένα κι βάρει τουν άλλου
(1955)
Όταν δυό ή περισσότεροι είναι εξ ίσου ανίκανοι και ακτάλληλοι...
Αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άγιους Σάββας σαβανώνει κι΄ Άι-Νικόλας παραχώνει
(1956)
Οι γιορτές των Αγίων αυτών συμπίπτουν με την εποχή των πολλών χιονιών (4-6 Δεκεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο), τα οποία σαβανώνουν και παραχώνουν τη γη...
Σαν να τρώει απ' τα βακούφια
(1956)
Για τους ανήμπορους και ασθενικούς ανθρώπους. Η λαϊκή πίστη παραδέχεται, πως όσοι καταχρώνται περιουσία ή χρήματα βακούφικα, δηλαδή εκκλησιών, δεν βλέπουν υγεία κα προκοπή...
Η ρουιδιά κάνει αγκάθι κι τ' αγκάθι ρόιδου
(1955)
Από καλούς δηλαδή γονείς γεννιώνται κακά παιδιά και τανάπαλι...
Άπιαστους κλέφτ'ς, καθάριους νοικουκύρ'ς
(1956)
Ότι πέριπου παραδέχεται η νομική αντίληψη περί ποινικής εύθύνης. Όταν δεν υπάρχουν αποδείξεις, οι υποψίες, οι ενδείξεις και η διαίσθησις υφαίνουν το στέφανο του άθωου...
Τουν λείπει μάννα, δέν τούν λείπει λαγκιόλι
(1956)
Μάννες ήσαν τά μεγάλα κομμάτια τού πανιού καί λαγκιόλια τά μικρά (οι μπάστες), από τά οποία συναρμολογείτο η παλιά φουστανέλλα το εθνικό ένδυμα τών απαναστατικών χρόνων. Η παροιμία Λέγεται για όσους δέν έχουν καθόλου μυαλό. Δέν τούς λείπει λίγο...
Τα προικιά τσ' νύφ'ς σαν τσ' Λαμπρής τ' αυγά
(1956)
Λέγεται για κάθε εφήμερο και ολιγοζώητο πράγμα...
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει κι κόκκαλα τσακίζει
(1955)
Εξαίρει τη σημασία του προφορικού λόγου. Τι καταστροφή μπορεί να κάνει η γλώσσα του ραδιούργου και του αχρείου...
Να λιλί κι νο μ' τσιτσί
(1956)
Ειρωνική νηπιακή φράση. Να χρήματα και δος μου κρέας (τσιτσί) που λέγεται για όσους συναλλάσσονται ή χειρίζονται κάποια υπόθεση με κλειστά μάτια, πολή απερίσκεπτα...
Βρουντάν τα σίδιρα, βρουντάν κ' οι σακκουράφις
(1955)
Λέγεται για τους α΄σημαντους ανθρώπους, που κοκορεύονται για ανύπαρκτες ικανότητες. Σακκουράφα= η χοντρή βελόνα, που ράβουν τα τσουβάλια(σακκί- πάπτω), όπως επίσης και η βελόνα με την οποία γίνονται οι αρμάδες του φρεσκοκομένου καπνού...