Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1891-1900 από 1900
Ας είν΄ καλά οι χριστιανοί που μας θρέφουν σα στραβοί και μας φέρνουν και το βιό τους και γαμώ το κιαρατό τους
(1928)
Τη λένε οι καλόγεροι για να σατυρίσουν την αφέλεια των χριστιανών που προσφέρουν τα έχοντά τους στα μοναστήρια
Τα βάφ'ς, παπαρούνα, τα κόκκινα; -Τα βάφου, (απήντησεν η παπαρούνα) -Τα βάφ' ακόμα
(1927)
Τα βάφ' ακόμα=καίτοι παρήλθε τόσος χρόνος δεν έβαψε τίποτε
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ...
Είπαν σ' έναν νιά βουλά πόλειπε απ' τό γάμο του. Έλειπες απ' τό γάμο σου! Δέν έλειπα απ' τό γάμο μου, έλειπα απ' τή δουλειά μου
(1927)
Λέγεται πρός τινά, όστις απουσίαζε από εργασίαν επιβαλλομένων εις αυτόν καί επείγουσαν, διότι ήτο απησχολημένος περί άλλα
Ου αγ΄ρουφάης έφαι, ου γουρ΄μουφάης έμ'νε
(1922)
Σημείωση: Αγ΄ρουφάης (αντίθ. Του γουρ΄μουφάης)
Τώρα θέλου γώ!
(1925)
Παροιμία που έμεινε στα γύρω μέρη της Αμπρακιάς – Αιτωλίας απ' το εξής περιστατικόν: Πήγαν οι Γκερτοβίτες να πάρουν νύφη στην Αμπρακιά, αυτή ήταν χαζή γυναίκα. Οι άλλες οι γυναίκες π' περίμεναν του σ'μπιθιρκό στο σπίτι τς, ...
Ένα ήταν, τόφαϊ ου ράφτ' ς!
(1927)
Τό δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Μιά φορά έκαμα το λάθος, δεύτερον λάθος δέν κάμνω. Προήλθεν: Πρό πολλών ετών τούς ραφτάδες εντοπίων ενδυμάτων, π. χ. καπών κ.λπ., περιεπιούντο εις τά σπίτια πού τούς προσεκάλουν νά ...
Βοσκά, γρούνα μ' τι γαϊδούρα μ' νη να ιδούμε ποιόν θα σαμαρώσουν
(1925)
Νιά βουλά έβουσκι σ' ένα λ'βαδ' νιά γρούνα κι νιά γαϊδούρα κι φιλουνεικούν σαν ποιά απ'τα δυό θα φυβγ' πρώτ' δηλ. ποιά θα χρειαστή ου αφέντς μπροστά για να σαμαρώσ' κι να τ' φουρτώσ' . Η γρούνα τότε είπε τα παραπάνω.
Όπ' σπέρν' ου πατέρους ουμ κι κλαίει; Θιρίζ' η μάνα μ' κι γιλάει. Κι όπ' σπέρν' ου πατέρας ουμ κι γιλάει, θιρίζ' η μάνα μ' κι κλάει
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
(1925)
Μια βουλά ένας είχε ένα συνοικέσιον μη μήνια. Κίν'σι κι πήι στν αρριβουνιαστκιά τ' νια μέρα κι τν εύρι μοναχή τς. Νι ρώτσι, πού είν' ου πατέρας τσ. Είχαμι νια στράτα σ' ένα χουράφ', πάει να νι φράξ' να τ' φκειάσ' δύου (δηλ. ...