Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-110 από 743
(Κάθεται και μ' ανεκαιρώνει) παλαιού αρραγού βαστάγια
(1925)
Ανεκαιρώνω = ανανεώνω, αναμιμνήσκομαι τι, αναμιμνησκόμενος μου αναφέρει παλαιά, λησμονημένα πράγματα...
Η συνεκφορά του ανεκαιρώνει με τα βαστάγια (= κορδόνια, σχοινάκια) καθιστά πιθανόν ότι το ρ. Προέρχεται όχι εκ του ανακαινόω – ανακαινώνω – ανακαιρώνω και ανομοίωσιν αλλ΄ες του κακρόω (= συνδέω τον στήμονα) αφού και εν τη προειρημένη παρομοιώσει...
Η συνεκφορά του ανεκαιρώνει με τα βαστάγια (= κορδόνια, σχοινάκια) καθιστά πιθανόν ότι το ρ. Προέρχεται όχι εκ του ανακαινόω – ανακαινώνω – ανακαιρώνω και ανομοίωσιν αλλ΄ες του κακρόω (= συνδέω τον στήμονα) αφού και εν τη προειρημένη παρομοιώσει...