Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2741-2750 από 2787
Εξέχασα πώς είχ' άdρα κι' ήπαιζα με τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Π.χ. “Ω δουλειές που τσ' έχω! Ήπιασα τη gουβέdα κι' εξέχασά τσι. Εσ' εδά την ήμοιασες, εκεινής bου λέει, πως εξέχασα πως είχ' άdρα....”
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Που όλοι 'ελού 'ια 'μένα κι ήσκασα κι ε – α τα 'έλοια
(1963)
Λέγεται όταν περιγελούν κάποιον και ή δεν το καταλαβαίνει ή προσποιείται ότι δεν το καταλαβαίνει και γελά κι εκείνος μαζί με τους άλλους
Τσι 'έροdες μη τζ' αρωτάτε, 'ιατί θέσι φαΐ
(1963)
Δηλαδή, οι γέροντες έχουν ανάγκη καλής τροφής
Δε μ' εσώνα dα δικά μου, μόνο 'χω και τα πατρονικά μου
(1963)
Λέγεται, όταν εκτός από τις δικές σου έγνοιες, τις δικές σου δουλειές, τους δικούς σου περισπασμούς και καημούς, σου τυχαίνουν και ξένοι
Έχει και χεριάρικα, έχει και dραπανιάρικα
(1963)
Δηλαδή : υπάρχουν και καλά και κακά Π.χ. “ - Μα ήτον΄ εφέτι οι βαθμοί του Μανώλη καλοί; - Χμ! Είχε gαί χεριάρικοι, είχε gαι dραπανιάρικοι”. Κυριολεκτικώς λέγεται για τα σπαρτά. “Κανένας, λε΄, εδιάηκε να ΄υρίση τα σπαρμένα ...
Καθαένας τάχει dουραδάκι απίσω dου και δε σώνει να ΄υρίση να τα δη και λέει ΄ιά τον αλλο
(1963)
Αντίστοιχη προς το “έκαστος δύο πήρας φέρει”
Να 'δα 'κείνος πούχε τζι δυο 'οι κι' ήττον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς...
(1963)
Προ διλήμματος