Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "μωρός"
Αποτελέσματα 149-168 από 457
-
Καλός μόν' που 'νι ψύχα μωρός
(1962)Επαινούσαν ένα γαμπρό κι' έλεγαν πως είναι ψηλός, ωραίος, όμορφος, γραμμένος “μόν' που 'νι ψίχα μωρός” -
Καλύτερα ξεbερδεύγεις με δέκα λωλοί, παρά μ' ένα ζαβό
(1963)Δηλαδή είναι ευκολώτερη η συνεννόηση με δέκα τρελούς, παρά με έναν κουτό -
Κει που έβαλε ο γνωστικός το μάτι, έβαλε ο ζουρλός το χέρι
(1924)Πολλά τα οποία ο φρόνιμος επιθυμεί αλλ' εκ σεβασμού ή άλλου τινός αποφεύγει, εκτελεί ο τρελλός -
Κουζουλός παπάς σ' εβάφτιζε και δε σ' εκουτσοκεφάλιζε
(1892)Ερμηνεία: Ελεεινολογητική φράση επί των λεγόντων άτοπα -
Λωλλός άνθρωπος οργή Θεού
(1934) -
Λωλός παπάς σ' εβάφτισε
(1963)Λέγεται υποτιμητικά και σημαίνει: Δεν είσαι με τα καλά σου, είσαι ανόητος -
Λωλού κεφάλι δε γερνά μουδέ πουτάνας κώλος
(1940)Ερμηνεία: Το λεν για τις τρελλές, που όσο κι αν γηράσκουν είναι τρελλές