• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση Α"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 54-73 από 147

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Μίνια άλλ’, κάποιος Κ’νής (Κουνής) είχι ένα πιδί ούλο – ούλο. Κι αυτός ήταν στην Πόλ’. Πααίνουν κλέφτες την ημέρα. Είχανι κούλιες, γδένεται, τυλίγει το παιδί τς και το ρίχν’ στο βόθρο. Που είν’ η γυναίκα. Έφ΄γε. Πάει στου Δομοκό. Γλύτωσι τον πιδί, αλλά αμέσως πήρε δώδικα άντρες, τουφέκια κι έφ’γε για το Δομοκό. Άφ΄κε την περιουσία τς κι επήγε στην Πόλ’. (Για να μη τς πάρν’ αιχμάλωτο το πιδί). Πήγι... 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Μια γρηά είχε το παιδί της άρρωστο. Τότε εφώναξε ένα γειτονόπουλον της ιδίας ηλικίας με το δικό της, δήθεν δια να παίξουν. Τότε επήρε το κόσκινο το έβαλε στο κεφάλι του ξένου παιδιού. Μετά έρριξε μέσα στο κόσκινον στάχτη και νερό και τα εκοσκίνησε πάνω από το κεφάλι του. Έτσι το ξένο παιδί επήρε την αρρώστια του δικού της παιδιού και μετά από ολίγες ημέρες απέθανε. Το δικό της παιδί έγινε τελείως... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1964)
  • Μια γυναίκα ητσέντα σοίννης ‘ς κην Απουθήκα. Τσι στου τσένταν ακούει τσιγαράδα. Γυρίζζει τσι βλέπει ‘ς τ’ ακρογιάλι μιάν κλεφτούρα τσι δύο αθρώπους νάρχουντα καταπάνου της. Παίρνει δρόμον απού μύηκη σε λαγγάδιν, οπού είσαι κης σι κλέφτες των τσυνηγούσα, μα δεν κην ηπρουκάμναν. Ήφτασε στου Μεροβίγλιν τσι βλέπει έναν άθρουπον ξυλοκκόπου τσι του φώναξε «Σώσε με τούτην την ώραν τσι γλήγορα». Αυτός σηκώννει... 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1926)
  • Η Ανδρομαρούλα

    Μια γυναίκα Μαρούλα, πήρενε το κοφίνι τ’ς με τα ρούχα τσ’ επήενε στο πλύμα στο bουάδο(1) Ως να πλύνι τσαι ν’ απλώσι παρσιάζεται ο Τούρκος οbροστά τ’ς. –ώρα καλή. –Καλώς τονε. –Είdα κάν’ς εδώ, γρϊά; -Ήρθα να πλύνω. Ως τα πη «να πλύνω» αυτό είχενε κάτσην ιδέα. Του λέει, βάστα να πλύνω, ν’ απλώσω, να στεγνώξουνε τα ρούχα, να dα βάλω στο κοφίν’ τα’ ό,τ’ θες να σου κάμω. Με τη διαφοράν όμως ό,τα άρμαρα...
    

    Μάνεσης, Σταύρος (1938)
  • Μια ιστορία που έγινε: Τούρκοι στρατιώτες που ήτανε στο ποτάμι, πήρανε ένα κοριτσάκι, επειδή έμοιαζε στο κορίτσι μιανού Τούρκου που πέθανε. Ο παπούς έφκιαξε πίτα, κρασί και τυρί και πήε στις σκηνές να βρη το παιδί. Του το δώκανε. Ζη αυτή κι έχει παιδιά 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Μια μέρα εδώ στο Θιάκι ο Σαλβατόρος απάντησε ένα χωριάτη που φόρτωνε το ζω του. Επειδή ήταν μοναχός και δε μπορούσε, ο Σαλβατόρος επήε και τον εβοήθησε, να βάλη το φόρτωμα στο γαϊδαρό του. Εκείνος δεν ήξερε ποιος ήτανε κι έβγαλε και του ‘δωσε μια δεκάρα. Ο Σαλβατόρος λέει, πήε στο χρυσικό και χρύσωσε τη δεκάρ’ αυτή, γιατ’ ήταν από τον κόπο του. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956)
  • Μια φορά επηγαίναμε νύκτα με το κάρρο να φορτώσουμε και κάτω από ένα δένδρον είδαμε μίαν εικόνα. Εγυρίσαμε πίσω και αυτό ήταν να γυρίσουμε, διότι πιο πέρα ήταν μία νάρκη που το πρωϊ την ευρήκε άλλος και την εβγάλαμε 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1964)
  • Το τραγοπήγαδο Αφρουγκάσου

    Μια φορά ήταν ένας τσοπάνης, που είχε διακόσα γίδια, τα κόλλαε στο ψηλό ψηλό τσουρούμι και βοσκάγανε. Τρώγανε ‘σαπάνω κλαράκια, σφεκτάμια και διάφορα άλλα κλαρικά. Έπειτα τ’ απομεσήμερο πήδησε ο τσοπάνης να τα μαζέψη, να τα ποτίση να τα ποτίση νερό κάτου στο κρυόρεμα. Έβλεπε πως όλα πίνανε, το τραΐ δεν έπινε. Από τις πολλές, θα φυλάξω, είπε ο τσοπάνης, να ιδώ που θα πάη να πιη νερό. Εγύρισε απάνου...
    

    Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1938)
  • Μονοβυτζού (ή) Σκωπτ. Η έχουσα τον ένα μαστόν μεγαλύτερον του άλλου 

    Καρανικόλας, Σωττήριος Α. (1958)
  • Μου ‘λεγεν ου πατέρας μου πως στην Απανάστασι οι Τούρτσοι έτρεχαν εις του χουριό τσι ήσφαζζαν τους ανθρώπους. Μεις σαν του μάθαμεν ητρέξαμεγ για να χουστούμεν. Πλέο καλά ηφάνημ μας να ΄καμε στου Διαπόρι. Του Διαπόρι είν’ έναν νησσάϊ μέσα βαθειά ε’ς τη θάλασσα ως μισή ώρα απού την ακρογιαλιά τσ’ εν όλλου βράχια, γεμάτ’ απού βαθκειές σπηλλιές. Μεις που εν είχαμεβ βάρκες ησκέν λόμελεν είντα λιμός να... 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1926)
  • Παλιές ιστορίες

    Μουνοβύζα= η έχουσα ένα μαστόν
    

    Πρώιος, Ιωάννης (1886)
  • Παράδοση για το χωριό Αμπρακια.

    Ναι βουλά η Αμπρακιά, καθώς μουλόλαγαν κάτι γερόντοι ήτανι μιγαλύτερ’, κι είχε κανιά ουγδουηνταριά οικουγένειες. Ήτανι χτισμένου του χουριό στη θέσ’ «Παλιουχώρ», αλλά στουν κιρό τα Τουρκίας, ιπειδή οι Γκιρτουβίτης τα καλουλόϊσανι μι τς Τούρκς κι μ’ ένα ληστή π’ τουν ήλιγαν καπιτάν-Φώτ’ επέφτανι κάθι τόσου κι λήστιβανι του χουριό. Αφσι π δεν τς άφνανι σι στασιό οι Τούρκι τς χουριανούς. Γι’ αυτό σκώθκανι...
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1925)
  • Ο Αλή Πασάς ήθελα να πάρη τη Φροσύνη κι έρρηξε δέκα καντάρια ζάχαρη στη λίμνη να την γλυκάνη να παραδοθή. Αλλά κείνη δεν παραδόθηκε κι έβαλαν μια πέτρα στο λαιμό της κι έπεσε στη λίμνη κι επνίγηκε -. Η κυρά Βασιλική ήταν αδρεφή της και παραδόθηκε κείνη για να γλυτώση τη Φροσύνη 

    Μέγας, Γ. (1937)
  • Το πώς έγινε ο Τσιτούρας ληστής

    Ο αποσπασματάρχης έψηνε το κισέμι του Τσιτούρα, επειδή φυγοδικούσε αυτός που είχε σκοτώσει κάποιον που ατίμασε την αδερφή του. Δίπλα στον αποσπασματάρχη ήταν και η αγαπητικιά του. Απάνω στο ψήσιμο ο καπετάνος είπε στην αγαπητικιά του. Θέλεις να διαλέξουμε κανά καλό μεζεδάκι από το σπλαχνί να φας. Όχι είπ’ αυτή. Εγώ θέλω απ’ αυτά τα γλυκαδάκια. Στας κυρά μ να σ’ δώσου ζη απ’ τα γλυκαδάκια να γλυκαθής,...
    

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)
  • Ο γέρο Γιώργης Πενέσης ή Γούβης μας τραγούδησε πολλά παλιά τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθησαν και εγράφησαν στο Α! τετράδιο (αριθ. Χειρ. 2214). Συνέχεια μας είπε και την ιστορία της οικογενειάς του. Όπως ακριβώς τα ενθυμείται και τα λέγει ο ίδιος: Όλη μου τη ζωή την πέρασα ως αγρότης και τσιοπάνης. Στα 97 – 98 με το Γιώργη το Πρίτζιπα, που ήταν του ναυτικού αρμοστής, δικητής, πήγαμε στην Κρήτη. Πήγαμε... 

    Δημητρόπουλος, Γρηγόριος (1956)
  • Ο Θεός εδιάλεξε από όλους τους ανθρώπους για αγαθό άνθρωπο το Νώε. Λοιπόν του λέει θα πάρης τα παιδιά σου και την οικογένειά σου και από όλα τα ζωύφια γιατί θα ρίξω βραστό νερό. Θα κλειστής και όπου θα σε βγάλη. Την ώραν που συγκέντρωσαν όλα η γυναίκα του θυμήθηκε την μάνα της και τους πήρε όλους μέσα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες γύριζε. Τότε στέλει τον κόρακα γιατί είχαν αποσυρθή τα νερά. Ο... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Ο Θεός ειδοποίησε το Νώε ότι θα κάνη κατακλυσμό και 40 χρόνια έφτιαχνε την κιβωτόν. Μετά έγινε ο κατακλυσμός και έπλεε το κιβωτός. Ο Θεός του είπε όταν δης το περιστέρι να πετάη τότε θα έχη σταματήση ο κατακλησμός. Μετά είδε τα κοράκια να τρώνε τα πτώματα 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Η παράδοση για τον καπετάν Τριχούτση

    Ο κ. Ευάγγελος Γραμματικός τρισέγγονος του καπετάν Αντρέα συμπληρώνει την παράδοση (σελ. 252). Ο κ. Α. είχε γολέττα κι επήγαννε στη Ρωσσία λάδια από δω. Εγνώρισε Άγγλο πλοίαρχο στον Γάη κι έγιναν επισκέψεις και στον Άγγλο. Έκαμεν εντύπωσι ένα ρολόϊ του κ. Αντρέα που το κούρδιζαν κάθε χρόνο (μεγάλο εκκρεμές). Την άλλη μέρα του χάρισε το ρολόϊ ο καπ Αντρέας. Έπειτα ο κ. Αντρ. Επιάστηκε αιχμάλωτος με...
    

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1957)
  • Ο Κράλο Μάρκος εσήκωνε την γην με τα χέρια του. Ήταν τόσον δυνατός. Ο Θεός όμως του είχε ειπή να μη πιή νερό από μίαν βρύσην. Αυτός όμως εγελάσθηκε μια φορά, ήπιε νερό απ’ αυτήν την βρύσην, και έχασε την δύναμίν του 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1969)
  • Ο Μέγας Αλέξανδρος αγαπούσε μια και απόθανε κ’ εκεί μέσα ‘ς το μνήμα που ήτανε επήε και την εγκάστρωσενε. Και του λέει αυτή αυτό π’ άφησες εδώ να ‘ρθης σε εννιά μήνες να το πάρης διότι είναι τελώνιο και θα χαλάση τον κόσμο. Σ τσι εννιά μήνες επήε και το σήκωσε και το δέσανε με αλυσίδες και το πετάξανε ‘ς τη θάλασσα. Αυτή ήταν η Οργόνα (=γοργόνα). Ήτανε μισό ψάρι και μισό άνθρωπος και σηκώνεται απάνω... 

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.