Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 573
Έχει δόντι
(1920)
Aυτός ο άνθρωπος = ισχυρός
τούβαλε δόντι
(1920)
Επί μαλώματος
τούβαλε δόντι
(1920)
Τον ενίκησε
Τού' δωκε ένα δόντι
(1920)
Τον φοβέριζε
Του βαλα δόντι
(1920)
Ομοίως αυτόθι
Τού' δωκε ένα δόντι
(1920)
Πού σε πονεί το δόντι
(1920)
Γιά πράγμα ενδιαφέρεται
Τον πονεί το δόντι
(1920)
Ερωτεύεται
Έχει δόντι
(1920)
Έχει δύναμιν
Τον πονεί το δόντι
(1920)
Αγαπά