Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-210 από 210
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”...
Βλ. παρηγορία, ρωτώ 1...
Βλ. παρηγορία, ρωτώ 1...
Μα 'φτό 'δά, λέει, θαμάζομαι κι εώ
(1963)
Δηλ. Γι αυτό κι εγώ απορώ. Έχει έννοια ειρωνική. Από τον Ναστραδίν Χότζα. Μια βόλα διάηκεν ο στρατηχότζας κι ήβγανε, λέει, σ' ένα bοτιστικό κρομμύδια κι εδιάηκεν εκείνος πούχε dο ποτιστικό κι 'ήπιασε dονέ, λέει, βρέ είdα κάνεις, λέ' έτου; λέ, αέρας...
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά...
Αλίμονος στο σπίτι, που ΄ενή το θηλυκ΄ ασερνικό
(1963)
Δεισιδαιμονία. Π.χ. “ - Μα κακό είναι τώρα, πούκραξεν η όρνιθα; - Κι΄ άμε κακό ταδεμή δεν είναι; Δεν έχει ακουστά, πως αλίμονος στο σπίτι, που ΄ενή το θηλυκ΄ ασερνικό;”...
Πούκραξεν = έκραξεν δηλ, σαν πετεινός, ταδεμή = λοιπόν, ειδεμή...
Πούκραξεν = έκραξεν δηλ, σαν πετεινός, ταδεμή = λοιπόν, ειδεμή...
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική...
Ατσίποδας=λεπτικαμωμένος, αδύνατος...
Ατσίποδας=λεπτικαμωμένος, αδύνατος...
Έξε μόδια βάνει ο φούρνος, δυό περέττες δε χωρούσι
(1963)
, όταν ο φούρνος του χωρεί ψωμί μόνο έξη μοδιών; “Τώρα ' ρχεσαι συ και ζυμώνεις επά(= εδώ. Έχει φούρνο η γυναίκα που το λέει), κι' είναι το ζυμωτό σου έξε μόδια, και το βάνει ο φούρνος. Έρχοdαι bάλι δυό 'υναίκες και ζυμώνουνε οι δυό άλλα έξε μόδια, και δε...
Μια τζ' αρχής ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
ο ένας τον άλλο, πως τα πάει με τη 'υναίκα dου. Λέει, πως να τα πάω, λέει , μια 'υναίκα 'χω, πόχει στόμα και μιλιά δεν έχει, κάνει ευτός , πούκαμε dο κόρπο (= κόλπο) του γάτη. Εώ , λέει , η δικιά μου 'ν' όλο γρίνα, κάνει ο άλλος , ότι κάμω μητ' αρέση...
Ώχ, άdρα μου, και που να σου πρωτοθυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων...
λαήνα κι ανοίει και κάνει τσ' ευτός “bα” και πέφτει τση η λαήν' α' τη dρομάρα τζη, και να μιλήση δεν εμίλησε. Εσκέφτηκε λοιπό 'φτός πως άλλο ρεμέδιο δεν έχει μόνου να κάμη τον απεθαμένο, που θα τονε κλαίει και θα τσ' ακούση. Κάνει εδά τον απεθαμένο και...
λαήνα κι ανοίει και κάνει τσ' ευτός “bα” και πέφτει τση η λαήν' α' τη dρομάρα τζη, και να μιλήση δεν εμίλησε. Εσκέφτηκε λοιπό 'φτός πως άλλο ρεμέδιο δεν έχει μόνου να κάμη τον απεθαμένο, που θα τονε κλαίει και θα τσ' ακούση. Κάνει εδά τον απεθαμένο και...
Ώχ, άdρα μου, και που να σου θυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων...
λαήνα κι ανοίει και κάνει τσ' ευτός “bα” και πέφτει τση η λαήν' α' τη dρομάρα τζη, και να μιλήση δεν εμίλησε. Εσκέφτηκε λοιπό 'φτός πως άλλο ρεμέδιο δεν έχει μόνου να κάμη τον απεθαμένο, που θα τονε κλαίει και θα τσ' ακούση. Κάνει εδά τον απεθαμένο και...
λαήνα κι ανοίει και κάνει τσ' ευτός “bα” και πέφτει τση η λαήν' α' τη dρομάρα τζη, και να μιλήση δεν εμίλησε. Εσκέφτηκε λοιπό 'φτός πως άλλο ρεμέδιο δεν έχει μόνου να κάμη τον απεθαμένο, που θα τονε κλαίει και θα τσ' ακούση. Κάνει εδά τον απεθαμένο και...