Αναζήτηση
Αποτελέσματα 321-326 από 326
Η γλώσσα του εβ βεριάϊν
Ερμηνεία: Βεριά(δ)ιν (το) = μικρόν ξύλον του υδρόμυλου ή αλευρόμυλου συνδεόμενου με την θήκην, εντός της οποίας πίπτει το σιτάρι εν της αβάνης. Το ξύλον τούτο κινείται αενναώς υπό της στρεφομένης μυλοπέτρας, κινούμενον δε ...
Γεναίκα πολλαπάκτη τον άθρωπο ξιβκάλλει σαδ δεν εξέρει γράμματα, μαθθαίνει τότ αι ψάλλει
(1930)
Σημ. Πολλαπάκτος (ο) = κυριολεκτ. Ο συχνάκης πηγαίνων εις ξένους τόπους, ο περιηγηθείς πολλά μέρη, κοσμογύριστος και επειδή ο περιηγηθείς πολλά μέρη, ο κοσμογύριστος γνωρίζη πολλά, διότι είδε και έμαθε πολλά, η λέξις ...
Εζέξαν τον εις τηγ κάρνταν
(1930)
Kάρντα=σχοινί, δι' ου δένεται ο άγριος βους εκ των κεράτων, όταν ζευχθή εις το άροτρον, διά να τον τραβούν προς τα οπίσω και τον αναχαιτίζουν, οσάκις ζητήση να τρέξη ή να κάμη κάτι
Εν να ξαποληθή η θάλασσα, που λαλούν
(1930)
Πολλάκις διηγουμένως της περί μεγάλης τρικυμίας την οποίαν έτυχε να ιδή λέγει έτσι θυμοί, έτσι φουρτούναν εν είδα ποττέ μου, είπουν εν να ξαποληθή η θάλασσα που λαλούν Η παροιμία αυτή έχει την αρχή έτι τινός παραδόσεως ...
Ο γάαρος ο κόντρης είδεν το στρατούριν τζ' εκρόκατσεν
(1930)
Επί των ζητούντων ν' αποφύγωσιν ενοχλητικάς δι' αυτούς αποκαλύψεις και αμηχανούντων προ τοιούτων οχληρών ανακαλύψεων επιληχίμων πράξεων και σφαλμάτων αυτών, ως ο όνος ο έχων πληγήν, επί της ράχεως φοβείται το στρατούρι, ...
Ακατάγνωτα εγ' ακαταγέλαστα
(1920)
Καταγνώννω = Καταγιγνώσκω τινός, κατηγορώ, καταγελώ