Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2141-2150 από 2150
Μα είπα σου, πως δε θα βρεξω (ή : πως δε βρέχω) μα είπα σου και πως δε θα θρέψω (ή : πως δε gανω)
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορείς να στηρίζεσαι σε ένα μόνον δεδομένο
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Ο θεός να σε φυλάη απού το ΄έρο το γρινιάρη κι ΄απού το βοριά το συβροχιάρη
(1963)
Δηλαδή και ο γκρινιάρης γέρος και ο βοριάς ο βροχερός είναι εκνευριστικοί
Έξε μόδια βάνει ο φούρνος, δυό περέττες δε χωρούσι
(1963)
Π.χ. Τώρα ω παdρέβγω τσι θυατέρες κι' είναι μεγάλο το σπίτι μου και κάθομαι gι οι δυό μαζί, αλλά δε συμφωνούνε οι γαbροί, κι' όλοι μαζί. Θα πης λοιπόν “Έξε μόδια ο φούρνος δυό περρέτες δε χωρούσι”. Το μόδι = μέτρον ...
Πιττ' αbρός και πιττ' απίσω, ωάβγω θέλω να μιλήσω τση 'ειτόνισσας το δίκιο
(1963)
Λέγεται για γλωσσούδες, τις ξενόγνοιαστες, που δεν αφίνουν τίποτε ασχολίαστο. Λέγεται ή μόνο ο πρώτος στίχος ή και οι τρεις. Από τον ακόλουθο μύθο; Ήτονε, λέει, μια gοπελούδα μια βολά κι ήτονε φαφλατού κι ότι ήθελεν ακούση ...
Μια τζ' αρχής ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Από τον εξής μύθο : Καμμιά βολά, 'λε', ήτονε δυο φίλοι κι επαdρέφτησα, gαί τη bρώτη βραδιά ο ένας, πούκατσε με την 'υναίκα dου να δειπνήση, πάει ο γάτης κι' ανεβαίνει απάνω στο ποδάρι dου και τονε πιάνει και τονε πετά μέσ' ...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
Λέγεται, όταν δεν αρκείται κανείς σε κάτι, που του προσφέρουν, και διατυπώνει πρόσθετες απαιτήσεις: Ο 'έρο Κορές ετουκάτω στα Καλοεράτα μια bρωτοϋάλιστη σκαϊδονιά κι επάαινεν ο 'έρο Πολυχρόνης κάθα χρόνο κι ήτρωέ dου τα ...
Ώχ, άdρα μου, και που να σου πρωτοθυμηθώ
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αναμνήσεων όχι και πολύ ευχαρίστων
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Ήτονε, λε, ένας ψαράς κι εψάρευγεν ένα διάστεμα και δεν ήπιανε ψάρια καθόλου. Μιαν ημέρα, λε΄, ήσυρε dο δίχτυ κι΄ ήτονε μέσα ΄να bοκάλι. Λέει, χμ ! Ψάρια ΄φτα ! Τέλος πάdω πιάνει και ξεβουλώνει το bοκάλι και πεθιέτ΄ όξω ...
Σα bου θα σε δή κανείς, σε γράφει
(1963)
Δηλαδή κανείς δεν ξέρει τι του μέλλεται.Λέγεται για αντίθετο από το νομιζόμενο αποτέλεσμα. Από τον παρακάτω μύθο: Ήτονε, λέ, άνθρωπος και μια 'υναίκα κι είχα gαι τσι μανάδες τω gι' εκάθουdανε μαζί dωνε, κι όλον εμαλώναν ...