Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 3984
πονάει το δόντι
(1920)
Λέγεται επί ερωμένης
Κάτι τον πονάει το δόντι
(1920)
Επί αδυναμίας
Κόβει το δόντι του
(1909)
Πονεί το δόντι του διά την δείνα
(1917)
Πονεί το δόντι του διά τον δείνα...
Ερμηνεία: Αγαπά αυτόν ή αυτήν...
Ερμηνεία: Αγαπά αυτόν ή αυτήν...
Δέν του βάνει δόντι
(1920)
Ερμηνεία: δεν του ευρίσκει ελάττωμα. Δεν δύναται να τον περάση. Δηλ το λήμμα δόντι σημαίνει το αποτέλεσμα...
Δέν του βάνει κανένας δόντι
(1920)
Η Εκείνου του ανθρώπου δεν του βάνει κανένας δόντι = δυνατός, παλληκαράς...
Αυτού κόβει το δόντι του!
(1910)
Αυτού κόβει ή δεν κόβει το δόντι του! Είναι ισχυρός ή ανίσχυρος...
Του πονεί το δόντι του, για την δείνα
(1910)
Η του πονεί το δόντι της, για τον δείνα. Ερωτεύεται...
Ύλτσεν το δόντι-μ'
(1939)
Έσταξε το δόντι μου. Ζούλεψα βλέπον τας άλλους να τρών ωραία φαγητά ή φρούτα κ' έτρεξαν τα σάλια μου, ή είδα μιάν όμορφη και μ' άρεσε εξαιρετικά...
Δαγκάνει του δόντι του
(1918)
Περί των ισχυρών. Τσοτύλιον