Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 606
Ύλτσεν το δόντι-μ'
(1939)
Έσταξε το δόντι μου. Ζούλεψα βλέπον τας άλλους να τρών ωραία φαγητά ή φρούτα κ' έτρεξαν τα σάλια μου, ή είδα μιάν όμορφη και μ' άρεσε εξαιρετικά...
Στάζ' το δόντ' ν' ατ'
(1931)
Στάζει το δόντι του. Τραπ. Επί του υπερβολικώς ορεγομένου τι δυσαπόκτητον. Πβ. 546...
Υλίζ' το δόντ' ν ατ'
(1931)
Στάζει το δόντι του...
Π΄έχει κύρην έχ, ευγενειά, π΄έχει μάναν, παρέβγαν, π' έχει αδέλφα σπλαχνικά και αντρεμέντσα είναι
(1931)
Όποια έχει πατέρα έχει ευγένειαν, όποια έχει μητέρα έχει και τιμητικό κατευόδωμα κι όποια έχει αδέρφια σπλαχνικά είναι αντρειωμένη...
Αυτός έχ' σιδερένια δόdια
(1938)
Δι' εκείνους πού διέθεταν μεγάλα μέσα
Του 'τρίξαν τα δόντια
(1939)
Του ωμίλησαν αυστηρότατα, απειλιτικώς
Δέν τ' φάν' καν τα δόντια
(1939)
Σκωπτικώς, επί ηλικιωμένων και εχόντων τρόπν και διαγωγήν νηπίων, ως και επί αγελάστου και αυστηρού χαρακτήρα
Ακόμα έχ' του ζουμί στά δόντια
(1939)
Επί αγνωμόνων που λησμονούν γρήγορα την πρός αυτούς ευεργεσίαν
Τά παξιμάδια πέφτουν σε κείνους πού εν έχουν δόντια
(1939)
Εν = δεν
Τρούχα τα δόντια σ'
(1939)
Ειρωνικώς όταν δεν θέλη τις να δώση αιτούμενόν τι