Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κυπριανού, Χρύσανθος Στ."
-
Άδρωπος εν ο τόπος τζι' ο τόπος γέρημος
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Όλα εξαρτώνται από τον άνθρωπον, Εν = είναι, Γέρημος = έρημος -
Άλλοι τρώσι το λαρτίν τζι' άλλοι ππέφτουν στην ορκήν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Άλλοι είναι φταίστε, και άλλοι κατηγορούνται συνήθως -
Άμα έσιεκ το τζιελλάριν, εν καλόν το γεναικάρη
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Όταν έχωμεν τον επιούσιον είμεθα φίλος με όλους -
Άμαν το 'παθεν η ρκά, έβαλεν τζιαί ρομανίσιν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Ερμηνεία: Πρέπει να είναι κανείς προνοητικός, παθθαίνω= πάσχω, ρκα (η)= γριά, ρομανίσιν (το)= σύρτης -
Αδ δεδ δουλέψης μισταρκός εν τρώεις σαν αφέντης
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Δια να επιτύχωμεν πρέπει προηγουμένως να κοπιάσωμεν. Μισταρκός = υπηρέτης -
Αθ θέλης να φυής τησ σκάλαν αρκίνα που το πρώτον σκαλίν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Να φυής=να ανεβής, Αρκίνα=άρχισε -
Απ' αντραπή τζι αγκαστρωθή κακόν αγκάστριν έσιει
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Να μη ντρεπώμαστε -
Από 'σιει δέντρον έσιει σιός τζι από 'σιει σιός τζιομάται
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι έχουν αφήσει απογόνους δια να τους γηροκομήσουν. Από 'σιει = όταν έχει , σίος = σκιά -
Απόν ακούει του γονιού παρασπιθκιού τζοιμάται
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Παρασπιθκιού=έξω από το σπίτι. Απόν=εκείνος οποίος δεν -
Απόν αππέξω του χορού πολλά τρασύδκια ξέρει
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Απόν= όταν είναι (κανείς) -
Απούν είδεν βουνά τζιαί κάστρη είδεν τοφ φούρνον τζιαί 'ξιππάστην
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Λέγεται δια τους ασυνήθιστους εις κάτι -
Απουν εχάρην το πουρνόν με ούλλην την ημέραν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Από την αρχήν, πρέπει να προσπαθή ο άνθρωπος -
Ας έσιη (η) τάβλα τίποτε τζι΄ας λείπη το μαντήλι
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Ας λείπουν αι εξωτερικαί εμφανίσεις, όταν δεν έχη κανείς τον επιούσιον -
Αφήσαμεν το θέρος τζι' αρκινήσαμεν να ξηκαννασυρίζουμεν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Ερμηνεία: Όταν παραμελή κανείς τα ουσιώδη ζητήματα και ασχολήται με τα επουσιώδη, ξηκαννασυρίζω: συναθροίζω το καναβούρι μτφ. Ματαιοπονώ -
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Διά μίαν μηδαμινήν λεπτομέρειαν, αποτυγχάνομεν. Να προσέχωμεν και τα ασήμαντα ακόμη σφάλματα -
Δήσε τον γάδαρον τζιαμέ που θέλει ο μάστρος του τζι' ας ηψοφήσει
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Τζιαμέ=εκεί -
Δοσ' του πελλού λουκάνικον να σου λαλή πως εζ ζαβόν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Πελλός = τρελλός, ζαβόν (το) = στραβόν -
Δώσε ρίφιν να πάρης αρνίν
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Κάμε το καλόν και θα σου ανταποδοθή κάποτε -
Έκαμεν τζι' ο Γεννάρης Ήλιον
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Λέγεται όταν χαμογελάση κάποιος σκυθρωπός -
Έκαμεν τζί η Μαριού μυλλόπηττες
Κυπριανού, Χρύσανθος Στ. (1953)Λέγεται εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ένας αφανής επιτέλεση αξίαν λόγου πράξιν