Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ιωαννίδης, Εμμανουήλ"
-
Φευγάτε, να μή σας κουτουλήση το βούδι – Καί πού' το; - λέ : πάω να το φέρω
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φίλε, που σε βλέπω, τότε σ΄ ενθυμούμαι
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φιλίν κλειδί
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φιλιέσαι, κόρη, χαίρεσαι, μα νάρτη η γέννα και να δής
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Ανέχου πάσχων, δρών γάρ έχαιρες -
Φοβού το γέρον π' αγρυπνά, τον νιόν οπού κοιμάται
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φοβού τον νιόν που δέρνεται, τον γέρον που κοιμάται
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φοβού τον νιόν που δέρνεται, τον γέρον που παραδέρνει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φοβού τον νιόν τον άγρυπνο, τον γέρον τον υπνιάρη
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φοβού τον νιόν τον άϋπνον, τον γέρον τον κοιμησάρη
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φορτωμένος γάδαρος έναν σάκκον άχερα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φρίξον ήλιε!
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φτάνει! Μα καλού κακού, βάλε δυο!
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φταίχει ο γάδαρος και δέρνουν το σωμάρι
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φταίχει ο ράφτης και δέρνουν τον μάστορα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φτενά την εγλύτωσε
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Φύλαξε το βιό σου, να το δώκης του Χάρου, να μή σε πάρη
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Του Χάρου ή τ' αγγέλου σου. Ούκ ωφελήσει υπάρχοντα εν ημέρα θυμού. Παροιμ. Σολ. Ια', 3 -
Φύτεψε μηλιά, για νάχης να τρως μήλα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)