Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ιωαννίδης, Εμμανουήλ"
-
Ε, που εκατήντησεν η εδική μας Πόλις εις τον χορόν των ευγενών είναι κι ο Πιρνοκώλης
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Ε, που εκατήντησεν η εδική μας Πόλις εις τον χορόν των ευγενών πιάνει κι ο Κουτσοκώλης
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έβγα όξω και πομπέψου κι' έμπα μέσα και πορέψου
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έβγα συ στραβόν ποδάρι, να 'μπω 'γω το παλληκάρι
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έβγαλε,Θέε μου, έναν καλόν νοικοκύρην, νάμπω γω
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έγινην το ανάστα ο Θεός
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έθου ημάς όνειδος τοις γείτοσιν ημών
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έκαστος εν ω εκλήθη, εκεί και μενέτω
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έλαμψεν η χάρις σου, Κύριε (Ήλαμψεν...)
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Μετ' εμφάσεως, κινούντες την κεφαλήν -
Έλεον θέλω καί ου θυσίαν
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έμενα ήβγεν τ' όνομα κι ο Κωνσταντής την χάρη
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έμπα έβγα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έμπα στα γυφτόπουλα και διάλεξε τ' ασπρότερο
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έν ηξέρεις τί εστί
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Έν του (μου, σου, τουν) 'πόμεινε σάλιο στο στόμα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Ένα γδυμνό χίλιοι ντυμένοι δεν ημπορούν να γδύσουν
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Ένα κασιδιαρισμένον πρόβατον χαλά όλον τό μαντρί
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)