Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ιωαννίδης, Εμμανουήλ"
-
Π' αγαπά την παντρεμένη μόν' το κρίμαν τ' απομένει ή [... η λύπη..]
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' αγαπήσ' η ψη τ' αθρώπου, το μορφώτερον του κόσμου [Π' αγαπά η ψη τ' αθρώπου, το μορφώτερον του κόσμου]
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Εστί καλύτερον τ' αρεσκούμενον -
Π' αγαπήση ξυδερό, το θαρεί μελιτερό
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' αγοράση γάδαρον και πουλήση γάδαρον, είν΄ατός του γάδαρος
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Και χειρότερος. Άνθρωπος κέρδουςμ δηλαδή και ωφελείας -
Π' αλιμέν' από την γειτονιά, πότε δειπνά, πότε δεν δειπνά
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' αλιμένει αφ' την γειτονιά όλον πάρωρα δειπνά
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' ανακατώνεται τα πίτερ, οι κόττες των τρών
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' ανακατώνεται τα πίτερ, οι χοίροι των τρών
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' ανεγελά τον γάδαρο, απάνω του καθίζει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' ανεγελάση κουτσουλιάν την βλέπει στην ποδιάν του
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Ξένος τις δυσειδέστατος εισήρχετο εισ το χωρίον Αιγιαλ. Λαγκάδα, ή δε αδελφή του Σακελλαρ. Θεολογίτη τον εχλεύασε πικρώς και τον απεκάλεσε “Δρούκην”, όπερ και τω διέμεινε. Μετά καιρόν τον ενυμφεύθη -
Π' ανεελάση γάδαρο, απάνω του καθίζει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Π' αντον πρέπη ξυλοκόβγει, από φτώχεια δεν τον κόβγει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Όστις εργάζεται νουνεχώς, ου πτωχεύσει -
Π' αρχοντήνη, και την μάνναν του ξεχνά
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Πα ο καιρός που δέναν τους σκύλους με τα λουκάνικα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Πα' ίσα της μύτης του
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Πάαινε μ' έναν καλο, να γενής καλύτερος, πάαινε μ' έναν κακό να γενής χερότερος
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Πάαινε να θυμιάσης, νάρτω να προσκυνήσω
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)