Browsing by Collector "Βαμβακίδης, Ι."
Now showing items 66-85 of 105
-
Εθέλησες κι επέθανες, τη γη χαράν εδώκες
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Θέλησες και πέθανες, έδωσες στη γη χαρά -
Είδεν το κι είδεν κι έπεσεν κι επέθανε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Είδε κείνο που δεν είδε κι έπεσε και πέθανε -
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
Βαμβακίδης, Ι. (1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Εκίνησεν Εβραίον κι ευρέθε Σάββατος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ξεκίνησε ο Εβραίος και βρέθηκε (να 'ναι) Σάββατο -
Εκύλιεν το κουτί κι ηύρεν το κουτοπούλι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Λκύλισε το κουτί και βρήκε το μικρό κουτί. Ειρώνικά, για το σμίξιμο που κάνουν άνθρωποι χωρίς χαρακτήρα ή με κακό χαρακτήρα -
Εμ΄ ενέμπεσα, εμ΄ εσκοτώθα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Και έπεσα και σκοτώθηκα. Όταν έρχονται μαζωμένες συμφορές στο κεφάλι του ανθρώπου -
Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του -
Εξηύρεν ατ' ο Καλεμ'ην κι επόμεινεν ο Βάρναλη
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του. Παραλλαγή: Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι -
Εξηύρες μισοπότινα κι επόμειναν καλόσια
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Κβρήκες μισές μποτες κι απομείνανε γαλότσες -
Επείνασαν οι ποντικοί κι ετάραξαν τ' αλευρερές
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πείνασαν οι ποντικοί κι ανακατώσανε (ψάξανε) τις αλευρερές -
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ... -
Εύκαιρος και κουφός μανίκια κομπεμένα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ερμηνεία: Αδειανός και κούφιος, μανίκια τιναγμένα -
Ζαρός κι απόζαρος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο -
Η γούλα σου κι η τσούπα σου κι η τρακαλαφατίνα σου
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ο λαιμός σου κι η τσούπα σου και η τρακαλαφατίνα σου. Για τους λαίμαργους όλο σκέφτονται το λαιμό τους, το στούπωμά του και το τριπλό, αν είναι δυνατό, καλαφάτισμά του. -
Η δούλα του ση χρείαν κάεται
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Η δούλα του στό αποχωρητήριο κάθεται. Πρός όσους αγαπούν να στέλνουν σε θελήματα τους άλλους, χωρίς να μπορούν ούτε να τους επιτρέπεται να διατάζουν. Ας φωνάξουν τή δούλα τους να πάει, πού αυτήν τή στιγμή, ειρωνεία, ... -
Η κόρ' εγάπανεν τον χορόν και ηύρεν λυριτζήν άντραν
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Η κοπέλα αγαπούσε τον χορό και βρήκε άντρα λυριτζή. Αντίστοιχο με την παροιμία: Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι