Browsing by Collector "Βαμβακίδης, Ι."
Now showing items 79-98 of 105
-
Ζαρός κι απόζαρος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο -
Η γούλα σου κι η τσούπα σου κι η τρακαλαφατίνα σου
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ο λαιμός σου κι η τσούπα σου και η τρακαλαφατίνα σου. Για τους λαίμαργους όλο σκέφτονται το λαιμό τους, το στούπωμά του και το τριπλό, αν είναι δυνατό, καλαφάτισμά του. -
Η δούλα του ση χρείαν κάεται
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Η δούλα του στό αποχωρητήριο κάθεται. Πρός όσους αγαπούν να στέλνουν σε θελήματα τους άλλους, χωρίς να μπορούν ούτε να τους επιτρέπεται να διατάζουν. Ας φωνάξουν τή δούλα τους να πάει, πού αυτήν τή στιγμή, ειρωνεία, ... -
Η κόρ' εγάπανεν τον χορόν και ηύρεν λυριτζήν άντραν
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Η κοπέλα αγαπούσε τον χορό και βρήκε άντρα λυριτζή. Αντίστοιχο με την παροιμία: Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι -
Η μάννα εν' γλυκύ βοτάνι κι όπου βάλλεις άτεν γιάνει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Η μαθράκα: βαραράκ βαραράκ λέει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ο βάτραχος: βαραράκ βαραράκ, λέει. Οι συνάνθρωποί μου με βλάφτουν και με αδικούν σήμερα, μα ο βάτραχος λέει: Έστι δίκης οφθαλμός -
Θάγμαν κι ανελέτι, γιούδουλον κι ιπρέτι!
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Θαύμα κι ανελέτι (πολύ παράξενο, αξιοθαύμαστο) είδωλο και ιπρέτι (πολύ άσκημο πράμα!). Εκφραστικό του θαυμασμού, για όμορφο ή και για άσκημο πράμα -
Θάλασσας μάνα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Της θάλασσας μάνα. Παραστατικό για τις εύσωμες, τις μεγαλόσωμες γυναίκες -
Θρέψε την κορόνα, να βγάλει τα μάτια σου
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Για την αχαριστία και για τα κακά της -
Θρέψε το κοράκι να βγάλει τα μάτια σου
Βαμβακίδης, Ι. (1940) -
Κάθε εμπόδιο σο καλό
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Κάθε εμπόδιο στό καλό (νά 'βγει). Σαν πρόληψη. Άμα εμποδιστείς νά κάνεις τήν τάδε δουλειά σου, μή στενοχωριέσαι, γιατί ίσως νά σού έβγαινε σέ κακό -
Κάλλιο κόκκινος α σο θυμό, παρά κίτερνος α ση ζελία
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Κάλλιο κόκκινος απ' το θυμό, παρά κίτρινος από τη ζήλια – Ότι η ζήλεια είναι φοβερό πάθος και βλαβερώτατο -
Κάτιναν 'κι εθέλινε κι εκείνος ελέϊνανε: τ' άρματα μου που να βάλω
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Κάποιον δεν (τον) ηθέλανε (κάπου) κι εκείνος έλεγε: που να βάλω τ' άρματα μου; -
Καινούργιον κόσκινον, που να κρεμάνω σε; Κι όντες παλιώνεις, που να τινάω σε;
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Συνοδεύεται από κείμενο...