Browsing by Collector "Βαμβακίδης, Ι."
Now showing items 41-60 of 105
-
Βούδι μου, πουλώ σε, ας κλαίει π' αγοράει σε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Βώδι μου, σε πουλάω ̇ ας κλάψει αυτός που θα σ' αγοράσει -
Βρέσει, γούνα, και ΄κι έχω σε σιονίζει, γούνα και ΄κι έχω σε άρα να έχω σε και ποτές
Βαμβακίδης, Ι. (1940) -
Βρέχει, γούνα, και δε σ΄ έχω χιονίζει, γούνα, και δε σ΄ έχω, ας μη σ΄ έχω ποτέ
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ότι είναι άχρηστο ένα πράμα, μια εκδούλευση που γίνεται, όταν η ανάγκη πέρασε πια -
Γιά έναν Αράπη ολάκερον Αραπία 'κι χαλάσκεται
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Γιά έναν Αράπη δέ χαλιέται ολόκληρη η Αραπιά. Γιά τιποτένια πράματα δέν πρέπει νά γίνεται μεγάλος κόπος -
Γούνα, φα κασουκάκι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Γούνα, φάε κασουκάκι (φαϊ από σιτάρι, λαπάς). Όταν κυτάζουν μερικοί να εκτιμήσουν έναν άνθρωπο από τα καλά ή τα κακά ρούχα που φορεί. Συνοδεύεται από κείμενο. -
Γυμνός κι άτσατσαλος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Γυμνός και τσίτσιδος. Χαρακτηρισμός για τον πολύ φτωχό ή για το κορίτσι που πάει και παντρεύεται χωρίς προίκα. - Παραλλαγή : Γυμνός και γυμνόκωλος -
Δεμένον πράδι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Δεμένο πόδι. Για τον εμποδισμένο, που σκλαβώθηκε με κάτι και δε μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο για το κορίτσι, που αρραβωνιάστηκε όπως και να' ναι κι ύστερα δε μπορεί να πάρει έναν καλύτερο -
Δύο γυμνοί σο χαμάμιν ταιριάζουνε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Δύο γυμνοί στο λουτρό ταιριάζουνε. Για τους φτωχούς που κάνουνε παντρολογήματα πάλι με φτωχούς, δηλαδή δεν αλλάζουν τα οικονομικά τους -
Δυόι νομάτοι μ' ένα μάτι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Δυό νομάτοι (άτομα) – μ' ένα μάτι. - Για τους ανίκανους. Όταν η μία ανικανότητα πάει να βοηθήσει την άλλην -
Έλλαξεν η χήνα κι εφόρησεν πάλι εκείνα = Άλλαξε η χήνα και φόρεσε πάλι εκείνα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ερμηνεία: Όταν μας ξεγελούνε, παρουσιάζοντας μας τα ίδια, με επουσιωδέστατες μόνο διαφορές -
Έμι το κόκκινον τ' ωβίου, έμι τ' άσπρον κι δίουνε σε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Δέ σού δίνουνε και το κόκκινο του αυγού και τ' άσπρο. Γιά τον άπληστο πού τα θέλει όλα -
Έμορφον ορνίθι σην αυλιά μου κι αν κι ωβάζει κι ωβάζει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Έπρεπεν και το τσεπριάρικον τη ράσα χρυσοϋφαντον καμίσι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έπρεπε και της ψωριάρικης της πλάτης χρυσοϋφαντο πουκάμισο -
Έσεις καλά παιδία, τα κρόσια τι να φτας; Και έσεις κακά παιδία, πάλι τι να φτας άτα;
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έχεις καλά παιδιά, τι να τα κάνεις τα γρόσια; Και έχεις κακά παιδιά πάλι τι να τα κάνεις; Για την ευτυχία, που τα καλά παιδιά στερεώνουν και τα κακά γκρεμίζουν -
Έσκισεν τ' ωβόν κι έξηβε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έσκισε το αυγό και βγήκε. Για εκείνους και για κείνες που παρασταίνουν τους μικρούς στην ηλικία και γι' αυτό άγνωρους και άπειρους στα πράματα του κόσμου τόσο αγνοί τάχα,όσο και το πουλάκι που μόλις γεννήθηκε. -
Έχασα νύφεν και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έχασα νύφη και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω -
Εβγάλλει ο κλέφταν τη φωνή, να φοβηθεί π' έχασε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Βγάνει ο κλέφτης τη φωνή, για να φοβηθεί αυτός που έχασε