Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Ιωαννίδης, Εμμανουήλ"
-
Στων αμαρτωλών την χώραν άδικος κριτής καθίζει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Στων αμαρτωλών την χώραν τον Μάη βρέχει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Στων αμαρτωλών τον τόπο τον Μάη βρέχει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Στων λωλών τα γένεια μαθαίνουν οι μπαρμπέρηδες
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή;
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Λουκ. 24, 18 -
Σύκον που δεν το τρώω 'γω, ας το φάι' η κουρούνα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σύκον που δεν τρώω 'γω, ας το φα' όποιος θέλει
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σύρ' όνομα, να δης κορμί
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σύρνε με κι ας κλαίω κι όλα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Όρα ανεκδ. πρόσθει: Καθόσον το “δεν θέλω” είναι φράσις αναντιρρήτως σημαίνουσα ακριβής το εναντίον εις το στόμα γυναικός -
Σύρνε με κι εγώ να θέλω και να κάνω πως δεν θέλω
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σύρνει το σκοινί στον λαιμόν του
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σύρτα φέρτα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Συνταμένος είναι, σαν το σμάρι
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)Διότι προάγγελοι μέλισσαι, προειδοποιούν και το σμήνος και αν εν μέσω το πιάσουν, ου δεν ήττον αφεθέν θ' απέλθη όπου ώρισαν οι προάγγελοι -
Σφίγγει την πέτραν και βγάλλει νερόν
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σωπάστε, κι η Παναγίαπερνα
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876) -
Σωπάστε, όλα τα πουλιά, να κελαηδήσ' ο γλάρος
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)