Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βαλαβάνης, Ι."
-
Εσάλεψα τον ς σον Θεόν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: εγώ αδυνατών δίκην λαβείν αφήνω αυτόν εις την κρίση του Θεού -
Εσέν, κορτσόπο μ' λέγ ατο, εσύ νυφίτσ' άκουν α
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Σοι κόρη λέγω τούτο, συ δε νύμφη άκουσον -
Εσήβαμε κ σου Αύγουστον και σου σειμού των άκραν
Βαλαβάνης, Ι. (1874) -
Εσήβεν 'ς ση σειράμ
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Εγένετο ήδη ικανός ζων αυτός εργαζόμενος, ή εγένετο εκ των σημαινόντων τι -
Εσκιτσης δουλείαν κ είσεν έσκιζεν κ' εμπάλεζεν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Οσκυτοτόμος αργός ών αναλύωντας ραφάς αύθες επέρραπτεν. Σημ. Εσκιτσης = λιουρ σευτοτόμον -
Εσταύρωσέ με
Βαλαβάνης, Ι. (1921) -
Εσύ πάς εκαρκάριξες κ' εσήβες 'ς σύν δουλείαν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Και σύ ως ευσθενούσα δή μετέσχες της εργασίας ή του έργου. Ερμηνεία: Π. Ειρωνική επί των μή ευσθενούντων μετεχόντως δέ τινος εργασίας ες δή ασθενών -
Εσύ πας ολίγου σείου (σαλεύου)
Βαλαβάνης, Ι.Ερμηνεία: Μη αεί εις έτερων χείρας (τ.ε. Τρωγών, βοήθειαν) απόβλτως -
Ετάραξεν κ' η κοσκινού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Ετίναξε τα πέταλα
Βαλαβάνης, Ι.