Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Αναγνωστόπουλος, Γ."
-
Αυτό είναι πάππου – τριπάππου
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1925)Ερμηνεία: Παρά των προγόνων, παλαιόθεν παραδοθέν (έθιμο τι, διάταξις τις κλ.) -
Αφ' φάη σκατά η κατσικορώνα, η θάλασσα εν ιξημαρίζει
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Με το να υβρίση κακόγλωσσος τις και υβριστής (κατσικορώνα) άλλον τινά ευϋπόληπτον (θάλασσα), ούτος ουδόλως ατιμάζεται ούτε μειώνεται η τιμή του. Ανάλογοι και οι παροιμ. “πάνω 'ςτο γιαλίν τίποτ' εν κολλά”, “ο λόγος ο άσχημος ... -
Αχτυπούν του παπά με τα πρόσφορα, Θεέ μου, και ξόρισ' την ορκήσ σου!
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Γερόντων έπαιρνε βουλή κι' ανθρώπου περασμένου
Αναγνωστόπουλος, Γ. -
Γλήορη και καματερή το Σάββατον το δείλης
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Περί γυναικών οκνηρών, αι οποίαι αφήνουν όλας τας εργασίας της εβδομάδος δια την μ.μ. του Σαββάτου -
Γυρεύκει να κάμη πίττες μέ τά μυλλοσφογγίσματα
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Αναλογος πρός την: Με πορδές αβγά δεν βάφονται -
Έκαψα τα ρούχα μου να μεφ φοούμαι τους ποντικούς
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Ερμηνεία: Μετ' αστειότητος περί εκείνων, οίτινες ανοήτως προξενούν εις εαυτούς μέγα κακόν, δια να αποφύγουν άλλο τι μικρόν και ασήμαντον -
Έμ πίττα και λαρτίν
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Παρεμφερής: Είναι κώλος και βρακίν, φίλοι αχώριστοι -
Εγιώ στραώννω και πουλώ και εσού άμπλεπε και βόραζε
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Ο αγοραστής, μη επηρεαζόμενος από την διαφήμισιν παρά του πωλητου του εμπορεύματός του, οφείλει να προσεχη πολύ, τι μέλλει ν' αγοράση, ίνα μη μετανοήση δια την αγοράν του ύστερον -
Είντα σου λείπει κκέλη; Μαρκαριταρένη σκούφκια
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Παρεμφερής: Όλα τάχει η Κουρελού -
Είπαν της πουτάνας, πως εμ πουτάνα, και εστάθην έξω και έκαμεν το τελάλιν
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Και αντιθέτως [της προηγούμενης] -
Είπαν της τιμημένης πουτάνα και έμπην έσσω και ερρομανίστην
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Αμφότεραι αι παροιμίαι λέγονται συνήθως ομού προς έξαρσιν της φιλοτιμίας της εντίμου γυναικός εν σχέσει προς την αναίδειαν της ελευθερίων ηθών -
Είπαν του πελλού “πελλέ!” και επέλλανεν τέλεια
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Παραθαρρύνων και παροτρύνων τις άλλον εις τι -
Εμεάλυνεν το γαύριν και εκόντυνεν το στρατούριν
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Ερμηνεία: Επί των οψιπλούτων, οι οποίοι δεν καταδέχονται να φοιτούν ήδη εις κέντρα, που θεωρούν κατώτερα εαυτών, και εν γένει να διάγουν, ως πρότερον. ΣΚ. Β΄, 280 αρ. 89 -
Εν έππεσεν ο ζάχαρις 'ς το νερόν
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Ουδεμία ανάγκη σπουδής. Κυρ.: δεν έπεσεν η ζάχαρις 'ςτο νερόν, ώστε να είναι φόβος, μήπως λειώση αμέσως και επομένως να είναι ανάγκη μεγίστης σπουδής. Ανάλογος την σημ. η ανωτ. π. εν λ. άνεμος “Εν επήρεν ο άνεμος ταγκάλια” ...