Πλοήγηση ανά Λήμμα "δέρνω"
Αποτελέσματα 21-40 από 224
-
Απόν ημπόρει να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμαν
(1954)Κείνος που δεν μπορεί να δείρη το γάϊδαρο, δέρνει το σαμάρι -
Απόν ημπορεί να δέρει τον γάαρον γέρνει το σάμαν
(1951)Όποιος δεν μπορεί να δείρη τον γάϊδαρον δέρνει το σαμάρι -
Απού 'ν ημπόρει να δέρη τογ γάδαρον δέρνει το σάμαν
(1940)Ερμηνεία: Όποιος δεν μπορεί να εκδικηθή κείνο, που του 'φταιξε, εκδικειέται ένα αθώο, που του περνάει, σχετικό με τον πρώτο -
Απού ν – ι - μπορεί να δέρη τογ γάδαδρον δέρνει το σάμαν
(1931)Όποιος δηλαδή δεν μπορεί να εκδικηθή κείνο που τούφταιξε, εκδικείται εν' αθώο πούχει κάποια σχέση με τον πρώτο -
Βγάλε το σκούφο σ' δείρε με
(1889) -
Γκιών'ς δέρν', γκιών'ς σκούζ', γκιών'ς τρέχ' κι αγκαλνάει
(1939)Επί εκείνων που ενώ κακουργούν, εγκαλούν άλλους ίνα διαφύγουν την ποινήν -
Γκιώνης δέρνει, γκιώνης σκούζει, γκιώνης τρέχει κι' αγκαλνάει
(1889)Ερμηνεία: Επί των κακουργούντων και αποδιδόντων, άλλοις τας πράξεις προς αποφυγήν τιμωρίας -
Γύφτους δέρν', γύφτους κλαίει, γύφτους πάν' κι αγκαλνάει
(1939)Δια τον διαπράξαντα κακόν τι και επιρρίπτοντα την αιτίαν εις άλλον -
Δε bορ να δειρ το γαδούρ και δέρνει το σμάρ
(1941)Επί αδίκως τιμωρουμένου αδυνάτου, αντί του πταίοντος ισχυρού ενόχου