Πλοήγηση ανά Λήμμα "δέρνω"
Αποτελέσματα 40-59 από 224
-
Δε bορ να δειρ το γαδούρ και δέρνει το σμάρ
(1941)Επί αδίκως τιμωρουμένου αδυνάτου, αντί του πταίοντος ισχυρού ενόχου -
Δε μπορ' να δείρ' το γαδούρ' δέρνει το σαμάρ'
Για κείνους που εκδικιούνται όχι αυτούς που φταίνε, μα αυτούς που δεν έχουν δύναμη -
Δε μπορεί να δείρει το γάδαρο και δέρνει το σαμάρι
(1957)Όταν δεν μπορούσαν να τιμωρήσουν τον αίτιον κάποιου κακού γιατί ήταν δυνατός, και ξεσπούσαν σ' έναν άλλον υποδεέστερο και αθώο -
Δε μπορεί να δείρη τον γάϊδαρο και δέρνει το σαμάρι του
(1894)Ερμηνεία: Τοις δι' αδυναμίαν άλλοις αντ' άλλων τιμωρούσι -
Δέρε τογ καλόν να γινή καλύτερος, δέρε τομ πελλόν να πελλάνη τέλεια
(1940)Η λέξις πελλός μάλλον με την σημασίαν του κακόβουλος -
Δέρε τογ καλόν, να γινή καλύτερος. Δέρε τογ κακόν να γινή σειρότερος
(1940)Η τιμωρία σωφρονίζει τον καλόν, ενώ τον κακόν εξαγριώνει -
Δέρνε με άντρα [μάννα] δέρνε με κι' εγώ ξέρω τι [ότι] κάνω
(1889)Ερμηνεία: Επί των αδιορθώτων γυναικών -
Δέρνει μου κι η θάλασσα, δέρνει μου κη του κύμαν
(1941)Πανταχού και εκ πάσης διευθύνσεως μοι παρουσιάζονται δυσχέρειαι και μεγάλαι και μικραί