Πλοήγηση ανά Λήμμα "δέρνω"
Αποτελέσματα 29-48 από 224
-
Βγάλε το σκούφο σ' δείρε με
(1889) -
Γκιών'ς δέρν', γκιών'ς σκούζ', γκιών'ς τρέχ' κι αγκαλνάει
(1939)Επί εκείνων που ενώ κακουργούν, εγκαλούν άλλους ίνα διαφύγουν την ποινήν -
Γκιώνης δέρνει, γκιώνης σκούζει, γκιώνης τρέχει κι' αγκαλνάει
(1889)Ερμηνεία: Επί των κακουργούντων και αποδιδόντων, άλλοις τας πράξεις προς αποφυγήν τιμωρίας -
Γύφτους δέρν', γύφτους κλαίει, γύφτους πάν' κι αγκαλνάει
(1939)Δια τον διαπράξαντα κακόν τι και επιρρίπτοντα την αιτίαν εις άλλον -
Δε bορ να δειρ το γαδούρ και δέρνει το σμάρ
(1941)Επί αδίκως τιμωρουμένου αδυνάτου, αντί του πταίοντος ισχυρού ενόχου -
Δε μπορ' να δείρ' το γαδούρ' δέρνει το σαμάρ'
Για κείνους που εκδικιούνται όχι αυτούς που φταίνε, μα αυτούς που δεν έχουν δύναμη -
Δε μπορεί να δείρει το γάδαρο και δέρνει το σαμάρι
(1957)Όταν δεν μπορούσαν να τιμωρήσουν τον αίτιον κάποιου κακού γιατί ήταν δυνατός, και ξεσπούσαν σ' έναν άλλον υποδεέστερο και αθώο -
Δε μπορεί να δείρη τον γάϊδαρο και δέρνει το σαμάρι του
(1894)Ερμηνεία: Τοις δι' αδυναμίαν άλλοις αντ' άλλων τιμωρούσι -
Δέρε τογ καλόν να γινή καλύτερος, δέρε τομ πελλόν να πελλάνη τέλεια
(1940)Η λέξις πελλός μάλλον με την σημασίαν του κακόβουλος