Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π."
-
Με τοδ δικός σου φαε πκιέ, τζι αλισιβερίσιμ μεγ κάμης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς -
Με τοδ δικός σου φαε, πκιέ, τζ' αλίσ' βερίσ' μεγ κάμης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Με τον δικό σου φάγε, γλέντα, μα μη τ' ανοίξης και λογαριασμούς -
Μια παδκιά του γέρου αξ'άζει σ'ίλιες του παίδκιου
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλειες του νέου -
Μια παδκιά του γέρου αξιάζει σίλιες του παίκιου
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Μια πατησιά του γέρου αξίζει χίλιες του νέου. Διάκριση εμπειρίας και γνώσεων ματαξύ γέρου και νέου -
Μιάλοβ βούκκοβ βάλε τζαι μιάλολ λόομ μεμ πης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Για τους καυχησιολόγους -
Μιάλοβ βούκκοβ βάλετζ' αι μιάλολ λόομ μεμ πης
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Για καυχησιολόγους -
Ξένα σέρκα σε 'νεπαύκουν, μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν. Ξένα χέρια σ' αναπαύουν με την καρδιά σου καίνε
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Λέγεται προ παντός για περιπτώσεις, που σ' ένα πλούσιο μένει σαν ψυχοπαίδι κάποιο ορφανό, είτε όταν βοηθήση κανείς τον άλλο οικονομικώς και με κάθε τρόπο τον καίγει -
Ξένα σέρκα σε νεπαύκουν μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Συνοδεύεται από κείμενο .... -
Ο άδρωπος ο ξένος τζ' ο στραβός εν έναν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που 'ναι ξένος σ' ένα μέρος μοιάζει σαν στραβός -
Ο άδρωπος ο ξένος τζι ο στραβός εν έναν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Ο άνθρωπος δηλαδή πούναι ξένος σ' ένα μέρος μοιάζει σαν στραβός -
Ο άρκοντας έφαν τζ έβρασεν τζι ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Θέλει να δηλώση πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαΐ του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος φοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει -
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει -
Ο γάδαρος ο κόντρης είεν το στρατούριν τζ' επισώκατσεν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1931)Ο γάιδαρος ο πληγωμένος είδε το σαμάρι και πισώκατσε. Για κείνους που υποχωρούν μπροστά σε κείνους που καταλαβαίνουν πως θα εκθέσουν κάτι εναντίον τους -
Ο γάδαρος ο κόντρης είεν το στρατούριν τζ' επισώκατσεν
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Για κείνους που υποχωρούν, άμα καταλάβουν πως θα τους εκθέσουν τις κακίες τους -
Ο γάιδαρος ο πληγωμένος είδε το σαμάρι και πισώκατσε
Χατζηϊωάννου, Κυριάκος Π. (1948)Ερμηνεία: Για κείνους που υποχωρούν, άμα καταλάβουν πως θα τους εκθέσουν τις κακίες τους