Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 135-154 από 518
-
Έρται σ' άλας
(1939)Έρχεται στ' αλάτι. Για γυναίκα ή κορίτσι ενδοτικό. Ανάλογο με το : ψουνίζεται. Η εικόνα είναι παρμένη απο τη συνήθεια να δίνουν άλας στις αγελαδες που πλησιάζουν πρόθυμα στη φούχτα -
Έτον και παντέμορφος, ήρθεν κι' όνταν έβρεχεν
(1939)Σε μεταφορική σημασία χρησιμοποιείται όταν πλακώνουν αναποδιές ή δυστηχήματα σε περίσταση, που κι αλλιώς ήτανε δύσκολη -
Έφερεν άτον σο κιφάλ απάν
(1939) -
Εγώ ας μασώ κ΄ εσύ κούρτα
(1939)Πείραγμα για του οκνηρούς είτε και ειρωνική απάντηση σ' εκείνους που μας ζητούν να τους δώσομε λιγάκι απ΄ αυτό που τρώμε και δε θέλομε να το στερηθούμε -
Εγώ γαϊδούρι – μ' πουλώ – σε, ναϊλοί ποι θ' αγοράσει-σε
(1939)Εγώ γαϊδούρι μου σε πουλώ, μα αλλοίμονο σε κείνον που θα σ' αγοράσει -
Εγώ επίταξα την κάταν, κ' η κάτα τ' ουδάρ' ν ατ' ς
(1939)Εγώ αγγάρεψα τη γάτα, κ' η γάτα την ουρά της. Εγώ είπα στη γάτα μου, κ' η γάτα στην ουρά της -
Εγώ λέγ' ατον χατουμι'ς - ή καλόγερος – είμαι, κι' ατός πα ερωτά – με, πόσα παιδία έεις
(1939)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Εγώ ντο είχα επούλτσα – το και άλλο κι΄αγοράζω
(1939)Εγώ ό,τι είχα το πούλησα και δεν αγοράζω πια τίποτε. Λέγεται με κάποια μελαγχολική διάθεση από ηλικιωμένους, που είδαν κι΄επέρασαν πολλά και δεν τους έμεινε πια περιθώριο για απολαύσεις στη ζωή. Επίσης και ειρωνικά στους ... -
Εγώ νύχτα μερ' δαβαίνω, εσύ ολημέρα 'κ' επορείς να δαβαίντς
(1939)Εκεί που περνάω εγώ νύχτα εσύ το μεσημέρι δεν μπορείς να περάσεις. Λέγεται εγωϊστικά από κείνους, που θέλουν να κάνουν τον παληκαρά και τον άφοβο και να επιδείξουν ανωτερότητα σε ευψυχία απ' εκείνον στον οποίον απευθύνονται. ... -
Εδέβασεν α κά
(1939)Το κατέβασε κάτω. Κατάντησε αδιάντροπος, ανυπόφορος, ασυμμάζευτος ̇ ή χρεωκόπησε -
Εδέβασεν-άτα κα [ή αφκά-τ' ατ ]
(1939)Τα κατέβασε κάτω ή από κάτω του. Τ' άκανε στα βρακιά του. Και σε μεταφορική σημασία: Τα χρειάστηκε ̇ κιότησε ̇ δείλιασε ̇ του πήγε ζουμί -
Εδέκα – τον πρόσωπον
(1939)Τουδωσα θάρρος, του έχω επιτρέψει να αστειεύεται και γενικά ναχει οικειότητα μαζί μου