Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βαλαβάνης, Ι."
-
Του Μαρτί ο ήλιον σην νύφεμ μ απούν και μη σηγ κόρημ μ
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Παροιμία σημαίνουσα το άσπλαγχνον των πευθερών, έτι δε και την επί των υγείαν βλαβεράν ενέργειαν του κατά τον Μάρτιον ηλίου -
Τράμερα, τα (τετράμερα) πανταγού “τα τράμερᔨάπασα η γή.
Βαλαβάνης, Ι. (1874) -
Τσαζού, η, όν ιδανικόν των προληπτικών, πνίγουν τα νήπια.
Βαλαβάνης, Ι. (1874) -
Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Τον δεσπότην ερώτεσαν “Μωρόν εξέρεις και φωτίζεις;” Κι εκείνος είπεν, Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι = Αρχιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον απεκρίθη “εγώ ειμί ο τοις ιερείς ποιών (χειροτονών). Ερμηνεία: Π. Ή ... -
Τώρα 'ς τα γεράματα μάθε, γέρον, γράμματα
Βαλαβάνης, Ι. (1874) -
Τώρα 'ς τα γερατεία μου θα δείξω την ανδρεία μου
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Νύν εν τω γήρατι επιδείξομαι την ανδρείαν -
Τώρα πλέον 'ς τα γεράματα μάθε, γέρον, γράμματα
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Νυνήση εν τω γήραντι μάθε, γέρον, γράμματα -
Υγείαν κι όρεξιν
Βαλαβάνης, Ι. -
Φάγει τήν ελαίαν κί αφκά κρατεί τ' α' πείν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Παρέχειν τινι φαγείν ελαίαν κάτωθεν κρατεί ασκόν (ίνα δηλαδή πληρώση ελαίου) -
Φάγει τήν ελαίαν κί αφκά κρατεί τ' α' πείν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Παρέχειν τινι φαγείν ελαίαν κάτωθεν κρατεί ασκόν (ίνα δηλαδή πληρώση ελαίου) -
Φανταγμαν, το, φάντασμα, χίμαιρα. Φαντασκουμαι= βλέπω φαντάσματα
Βαλαβάνης, Ι. (1874) -
Φασούλιν και φασούλιν γομώνει το σακκούλιν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Φασιόλος με τα φασιόλου πληροί σακκίον -
Φασούλιν και φασούλιν γομώνει το σακκούλιν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Φασιόλος με τα φασιόλου πληροί σακκίον