Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Αναγνωστόπουλος, Γ."
-
Ο πελλός ο νοικοκύρις ξέρει περίτου που εκατόν νούσιμους
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Ο πόνος εν κύρις του πόρτου
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Όποιος έχει εν τη ψυχή του ζωηρόν τι παράπονον, δεν δύναται παρά να το εκδηλώση ζωηρώς και κατά τρόπον εκφραστικόν. ΣΚ. Β' 287 αρ. 315 -
Ο προκομμένος είντα θέλει το μάλιν και ο απρόκοπος είντα θέλει το;
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Ο ικανός δεν έχει αναγκην περιουσίας: έχει την ικανότητά του. Ο ανίκανος περιττον να έχη περιουσίαν, διότι ως τοιούτος, και αν έχη, θα την χάση -
Όπκοιος αππηά λάκκους πολλούς, εν να πέση σε κανέναν
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924) -
Όπκοιος ένι 'ςτη(ν) στερκάν, τηθ θάλασσαν γυρεύκει, ο δκιάολος του κώλου του κουκκιά του μαειρεύκει
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924) -
Όπκοιος εν καλά και γυρεύκει καλλύττερα, τομ πελάν της κεφαλή του γυρεύκει
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924) -
Όπκοιος καή 'στομ πορτόν, φυσά και το γάλαν τόξινον
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924) -
Όπκοιος λείπει, λείπει και η μοίρα του
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Λέγεται εις τους ερχομένους εις γεύμα ή εστίασιν κατόπιν εορτής και ζητούντας μερίδιόν των, το οποίον όμως δεν εφυλάχθη -
Όπκοιος μπουκκωθή πωρνόν και παντρευτή μικρός, εν καρτεμιός
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Εγκαιρως πρέπει να ποιώμεν τι -
Όπκοις θωρεί έναν και κρινίσκει δκυό, άσχημην κρίσιν κάμνει
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Θωρεί - εδώ ακούει -
Όπου θέλει ο κουτσσαγκάς, κολλά το φτίν του μπότη
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Λέγεται ιδία περί προεστών και προυχόντων κοινοτήτων ή δικαστών, απονεμόντων το δίκαιον, όπως θέλουν, αυθαιρέτως -
Όπου και άμ πάη η κλαναρκά, τον κώλον της παίρνει τον
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Λέγεται ιδία περί αλαζόνων και κομπορρημόνων -
Όσην ώραμ μου παράγγελεν η κυρά η πεθθερά μου, εμέτρουν τες μούγες της νουράς του αππάρου μου
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Ερμηνεία: Επί των απροσεκτουντων εν ου δέοντι -
Όσοθ θέλεις, παίδκιο, δούλευκε και όσα θέλει ο Θεός, πέμπει σου
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Εργάζου και να μένης ευχαριστημένος από όσα σου δίνει ο Θεός -
Πελλός εποκοιμήθην και πελλόν όρομαν είδεν
Αναγνωστόπουλος, Γ. (1924)Λέγεται αστείως προς τους αφηγουμένους όνειρα παράξενα και μη δυνάμενα να επαληθεύσουν