Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 539-558 από 888
-
Η αυλή σ'όνταν διψά, έξ' το νερόν μη ξύντς
(1929)Όταν διψά η αυλή σου, μη χύνης έξω το νερό. Τραπ. Επί του δίδοντος εις άλλους τι, του οποίου αυτός έχει ανάγκην -
Η βούκα ντό 'κι θα έν' τ' εμόν ας τρώη άτο ο σκύλλον
(1929)Η μπουκιά που δε θα είναι δική μου, ας την φάγη ο σκύλλος. Σαντ. Τραπ. Χαλδ. Είναι αδιάφορος η τύχη πράγματος, το οποίον δεν δυνάμεθα ν' αποκτήσωμεν -
Η γλυκέος η γλώσσα εβγάλλει το φίδι αφ' την τρύπα
(1929)Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα -
Η γλώσσα ζογρό γερτέ τσείται, κλαδία ούτσ' έχ'
(1929)Η γλώσσα κείται σε υγρό μέρος, κλαδιά δεν έχει -
Η γλώσσα στούδια 'κ' έχει και στούδια τζακίει
(1929)Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει -
Η γούλα τι τρώει και τι 'κε αρνάται!
(1929)Τι τρώγει η γούλα και το δεν αρνείται! Ινεπ. Όταν έχη κανείς καλοτρώγει και όταν δεν έχη, διάγει λιτότατα. -
Η γραία ας τ' έπαθεν τ κακόν κ ύστερ' να εσπάλτσεν την πόρταν
(1929)Η γριά αφού έπαθε το κακό σφάλιξε την πόρτα, Επί του απρονοήτου μετά το πάθημα λαμβάνοντος προφυλάξεις -
Η γραία έμαθεν αβράκωτος και βρακωμέντσα εντρέπεται
(1929)Η γριά συνήθισε ξεβράκωτη και βρακωμένη ντρέπεται -
Η γραία έφαεν τα σύκα κ' εκατατανεύτεν και 'ς σα συκόφυλλα
(1929)Η γριά έφαγε τα σύκα και συνήθισε και 'ς τα συκόγυλλα