Πλοήγηση ανά Λήμμα "νηστεύω"
Αποτελέσματα 12-31 από 92
-
Νηστέβ ο δούλος του Θεού που δεν έχι να φάγι
(1917)Ερμηνεία: Επί των ποιούντων αι ακουσίες και εξ ανάγκης -
Νηστεύ ο δούλον του Θεού σπερέν ντου κ εσ' να τρώη
(1881)Ερμηνεία: Επί νηστευόντων όταν δεν έχωσι τι να φάγωσι -
Νηστεύ' η δούλους του Θιού. Νηστεύ' γιατί δεν έχει
(1939)Ερμηνεία: Επί αναγκαστικής νηστείας ένεκα στερήσεως -
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, για δεν έχει να φάγη
(1929)Όταν εξ ανάγκης και ούχι εκ προαιρέσεως πιστεύωμεν -
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάη
(1892)Ερμηνεία: Φέρεται εις ελεεινογίαν των νηστευόντων κατά τας τεσσαρακοστάς ούχι ευσεβείας ένεκεν άλλ' ελείψει πόρων -
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει τι να φάη
(1953)Εις περίπτωσιν νηστείας όχι δια θρησκευτικούς λόγους -
Νηστεύ' ου δούλος του Θιού 'που τι; Ψουμί δεν έχ'
(1915)Ερμηνεία: Επί των υποκριτών των παρουσιαζόντων την ανάγκην ως ευσέβειαν -
Νηστεύ' ου δούλους του Θεού γιατί δεν εχ να φάη
(1911)Ερμηνεία: Επί των εξ ανάγκης υποκρινομένων ότι είναι εγκρατείς και ενάρετοι -
Νηστεύ' ου δούλους του Θεού; Νηστεύ' γιατί δεν έχ!
(1952)Λέγεται ως ειρωνείαν για κείνους, των οποίων η πίστης δεν βασίζεται επί πεποιθήσεων, άλλ' είναι συνέπεια ανωτέρας βίας