Πλοήγηση ανά Λήμμα "νηστεύω"
Αποτελέσματα 8-27 από 92
-
Κύριε νεστεύω σε κ' εσείς και νεστεύεις με
(1881)Ερμηνεία: Επί των νηστευόντων όταν δεν έχωσιν τινά τρώγουν -
Κύριε, νεστεύω σε! Κ' έεις και νεστεύ'ς με
(1929)Κύριε, σου νηστεύω! = Δεν έχεις και μου νηστεύεις -
Νηστέβ ο δούλος του Θεού που δεν έχι να φάγι
(1917)Ερμηνεία: Επί των ποιούντων αι ακουσίες και εξ ανάγκης -
Νηστεύ ο δούλον του Θεού σπερέν ντου κ εσ' να τρώη
(1881)Ερμηνεία: Επί νηστευόντων όταν δεν έχωσι τι να φάγωσι -
Νηστεύ' η δούλους του Θιού. Νηστεύ' γιατί δεν έχει
(1939)Ερμηνεία: Επί αναγκαστικής νηστείας ένεκα στερήσεως -
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, για δεν έχει να φάγη
(1929)Όταν εξ ανάγκης και ούχι εκ προαιρέσεως πιστεύωμεν -
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάη
(1892)Ερμηνεία: Φέρεται εις ελεεινογίαν των νηστευόντων κατά τας τεσσαρακοστάς ούχι ευσεβείας ένεκεν άλλ' ελείψει πόρων -
Νηστεύ' ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει τι να φάη
(1953)Εις περίπτωσιν νηστείας όχι δια θρησκευτικούς λόγους -
Νηστεύ' ου δούλος του Θιού 'που τι; Ψουμί δεν έχ'
(1915)Ερμηνεία: Επί των υποκριτών των παρουσιαζόντων την ανάγκην ως ευσέβειαν