Πλοήγηση ανά Λήμμα "λαδώνω"
Αποτελέσματα 2-7 από 7
-
Ελάδωσε
(1890)Σημείωση: Σημαίνει “το έκοψε λάσπη” και ίσως να παρέμεινε εκ τινος άλλης αγνώστου νυν σημαινούσης το ταχέως και απαρατηρήτως αποδράν. Την εικασίαν ταύτην ενισχύει η λέξις λάδα ήτις είναι το όνομα ωκυποδός τινος Λάκωνος ... -
Ελαώθην τζαι τρω τζαι λάδιν
(1940) -
Σι ξέν' γυναίκα δεν πήγα να τουν λαδώσου
Ερμηνεία: Δεν έλαβα ποτέ ανάγκην να υπάγω τον υϊόν μου εις ξένην γυναίκα και να τον θεραπεύσω δια της τρίψεως ελαίου, επομένως σεν ησθένησε ποτέ