• Ελάδωσε 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1890)
    Σημείωση: Σημαίνει “το έκοψε λάσπη” και ίσως να παρέμεινε εκ τινος άλλης αγνώστου νυν σημαινούσης το ταχέως και απαρατηρήτως αποδράν. Την εικασίαν ταύτην ενισχύει η λέξις λάδα ήτις είναι το όνομα ωκυποδός τινος Λάκωνος ...
  • Ελαώθην τζαι τρω τζαι λάδιν 

    Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)
  • Λαδώνω λαδώνω, μα σαν ξειδώσω... 

    Ιωαννίδης, Εμμανουήλ (1876)
    Υπομένω, αλλά...
  • Λαδώνω τη μηχανή 

    Αποστολίδης, Μύρτιλος Κ. (1922)
    Δεκάζω
  • Μου λάδωσε τρεις δραχμές 

    Κουκουλές, Αναστάσιος
    Μου έκλεψεν [ίσως εν σχέσει προς τον λαδοποντικόν]
  • Σι ξέν' γυναίκα δεν πήγα να τουν λαδώσου 

    Άγνωστος συλλογέας
    Ερμηνεία: Δεν έλαβα ποτέ ανάγκην να υπάγω τον υϊόν μου εις ξένην γυναίκα και να τον θεραπεύσω δια της τρίψεως ελαίου, επομένως σεν ησθένησε ποτέ