Πλοήγηση ανά Λήμμα "γύφτικος"
Αποτελέσματα 23-27 από 27
-
Οούφτ΄ κου σπίτ΄ καίϊτι. Βιό λουγαριάειζ ;
Υούφτικον=γύφτικο. Ο πτωχός και την μεγίστην απώλειαν αν πάθη, ουδέν έχει να χάση -
Σα γύφτ΄κου βαστούν΄
(1915)Προς τινα ιστάμενον διαρκώς όρθιον και βλακωδώς ακίνητον μέχρις ενοχλητικότητος -
Σαν το γύφτικο τσουκάλι !
(1937)Ερμηνεία : Φίρδην μίγδην· γενικώς επί ακαταστασίας. Η παρ. Εκ της συνήθειας να περιέρχονται οι γύφτισσες την Καθαρή Δευτέρα και να μαζεύουν απότα σπίτια όλα τα υπολείμματα των φαγητών