Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυρεύω"
Αποτελέσματα 95-114 από 253
-
Μάδκια που δέβ βλέπουνται γλήορα πολησμονιούνται
(1940)Αι σχέσεις συνδέουσι περισσότερον, χαλαρούται δε η αγάπη όσον αραιότεραι είανι αι συναντήσεις -
Μανώλη κάτσε γύρευε και Νικολό καρτέρει
(1917)Επί των ματαίων επιχειρούντων να ανεύρωσι η εξυχνιάσωσι πράγμα τι -
Με γυρεύει, ΄ς το δόσι μ΄ έμαθε
(1885) -
Μη γυρεύεις της μάννας σου τα χάδια
(1924)Μη γυρεύεις μεγάλα πράγματα, μεγάλες καλωσύνες, μεγάλες περιποιήσεις -
Μη γυρεύης βελόνια στ΄ άχερο !
(1960) -
Ο γυρεύον εγύρευεν κ΄ έδιν΄νεν για τη ψήν άτ΄
(1931)Ζητιάνευε ο ζητιάνος κ έδινε για την ψυχή του -
Ο Επίσκοπος του Δαμαλά
(1912)Οι ισχυρισμοί του ελλογίμου κ.Φ.Κουκουλέ (πρβλ. Λαογραφ. Β΄ σελ. 548) περί της παροιμίας του επισκόπου Δαμαλά, ότι δηλ. Αυτή αναφέρεται ουχί εις αρχιερέα τινά της επισκοπής Δαμάλων, αλλ΄ εις μητροπολίτην Ναυπάκτου, δεν ... -
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ... -
Ο καλόγκρος από την Ομαλά δεν είχε νου, ούτε μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, γύριζε χερόμυλο, κούνα και το διάολο
(1957)To παιδί να μην κλαίη. Λένε πως αυτό (π΄ ανοιχτήκανε να ψαρέψουνε στ΄ ανοιχτά και να την πάθανε) (βλ. Σελ. 253 ιδίου χειρ.) το ΄παθε ένας καλόγερος από τους Παξούς. Κοντά στα σπίτια των Ελλήνων