Ο Επίσκοπος του Δαμαλά
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Οι ισχυρισμοί του ελλογίμου κ.Φ.Κουκουλέ (πρβλ. Λαογραφ. Β΄ σελ. 548) περί της παροιμίας του επισκόπου Δαμαλά, ότι δηλ. Αυτή αναφέρεται ουχί εις αρχιερέα τινά της επισκοπής Δαμάλων, αλλ΄ εις μητροπολίτην Ναυπάκτου, δεν είναι νομίζω εύκολον όπως γίνωσιν ασπασταί. Η επισκοπή Δαμαλών ήτο αιωνόβιος και γνωστοτάτη και αναμφιβόλως καθ΄ οίαν δήποτε εκδοχήν η παροιμία πάντως θα αναφέρεται εις ωρισμένον πρόσωπον επισκόπου τινός Δαμαλών, όστις υπέστη καταδρομήν σχετικήν με την έμπνευσιν της παροιμίας. Άλλως δε κυρίως εν τη επισκοπή Δαμαλών ήτο διαδεδομένη η παροιμία αυτή και η κοινή συνείδησις των κατοίκων απέδιδε το πάθημα εις ιδικόν των επισκόπον. Τουτο φαίνεται και εκ της μαρτυράις του Άγγλου περιηγητού Chandler όστις το 1975 έτος ήκουσεν εν τη επισκοπή Δαμάλων την παροιμίαν ταύτην, ως και ο Κοραής αποδεχόμενος διηγείται εν τη εκδόσει του Στράβωνος. Περί της παροιμίας ταύτης υπάρχει και άλλη εκδοχή. Επειδή ο επίσκοπος εκακομεταχειρίζετο τους καλογήρους όταν ιδίως του προσέφερον ιχθύς, συνείργησαν ούτοι όπως φυγόδικοι αιχμαλωτίσουν αυτόν, ον παρέδωκαν προς φύλαξιν εις νοικοκυρά ήτις είχε μωρό παιδί. Υπεχρεώθη λοιπόν εκεί ο επίσκοπος να κουνά το μωρό και να γυρίζη το χερόμυλο αλέθων μπλουγούρι, κατόπιν απελύθη, το δε πάθημα τούτο οι άνθρωποι του Δαμαλά εσατίρισαν δια των γνωστών στίχων (Βλ. Λαογραφ. Β΄ 163). Όπως και αν συνέβη το πράγμα, η παροιμία μένει πάντοτε υπονοούσα επίσκοπον Δαμαλών, ήτις επισκοπή ηκούετο από των αρχαιοτάτων χρόνων, μνημονευομένη εις την επί Λεόντος γενομένην διατύπωσιν των επισκοπικών θρόνων (πρβλ. Parthey, Συνεκδ. σ. 11. 117.300) προήχθη δε και εις αρχιεπισκοπήν ης τελευταίος ήτο ιεράρχης ο Ιωνάς, μετατεθείς το 1833 έτος εις την επισκοπήν Ηλείας, και είτα το 1839 εις την επισκοπήν Κορίνθου ένθα και απέθανε. Έκτοτε η επισκοπή Δαμαλών κατηργήθη συμπεριληφθείσα εις την επισκοπήν Άργους. Εν Τεργέστη. Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης. Αρχιμανδρίτης. Στραβ. 1819. τ. Δ΄ σ. 162. Πολίτου Παροιμ. Δ΄ σελ. 259, Πρβλ και Δ. Θερειανού. Αδαμάντιος Κοραής, Τεργέστη 1890, τ. Β σ. 150