Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λορεντζάτος, Π."
-
Μιά γριά μονοδοdού άdρα γύρευ' η πορδού
Λορεντζάτος, Π. -
Νηστικός και δέρπανος
Λορεντζάτος, Π.Ο δέρπανος ωρμήθη εκ του αδρέπανος το οποίον εν Λακωνία μεν σημαίνει αθέριστος, εν Ηπείρω δε κ.α. Ξηρός