Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λορεντζάτος, Π."
-
Έπαρε γέροdα βουλή και παιδεμένου γνώση
Λορεντζάτος, Π. -
Έπαρε και κατάλαβε
Λορεντζάτος, Π. -
Είδ' ο βλάχος τη γενιά του κι' αναχάρηκ' η καρδιά του
Λορεντζάτος, Π. -
Είναι μαμουροθρεμμένη
Λορεντζάτος, Π.Έχει ανατραφή την ανατροφήν των θεραπαινίδων, δουλικώς άρα και κακώς (μάμουρα = δούλα) -
Η δουλειά πάει γόνα
Λορεντζάτος, Π.Προκόπτει μεταφορά από τού: το αίμα χύθηκε γόνα, επήγε γόνα = έρρευσεν άφθονον. Λεξ αρχ -
Ήπιε τη bοταμοθάλασσα
Λορεντζάτος, Π.Έπιεν οίνον ίσον τη ποσότητι του ποταμιού και θαλασσίου ύδατος, άρα πολύν -
Κάλλιο γαιδουρόδενε παρή γαιδουρογύρευε
Λορεντζάτος, Π.Εκ της φράσεως: “Κάλλιο να 'χης το γάδαρο δεμένονε, παρή να dονε γυρεύης -
Κάνουμε τή δουλειά σκαφτοσκάλι
Λορεντζάτος, Π.Εργάζονται το έργον επιπολαίως. Είναι γνωστόν ότι ο αγρός σκάπτεται και μετά τινά χρόνον σκαλίζεται πολλάκις όμως αναγκαζονται οι γεωργοί και τάς δυο ταύτας εργασίας συχρόνης να καμώσι, να σκαλώσι και να σκαλισώσι. Ενταύθεν ... -
Μιά γριά μονοδοdού άdρα γύρευ' η πορδού
Λορεντζάτος, Π. -
Νηστικός και δέρπανος
Λορεντζάτος, Π.Ο δέρπανος ωρμήθη εκ του αδρέπανος το οποίον εν Λακωνία μεν σημαίνει αθέριστος, εν Ηπείρω δε κ.α. Ξηρός