Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λαζάρου, Αν."
-
Π' αμπρουστά κυρά Μαρούδα κι απ' ουπίσ' κουσκινόκουλ'
Λαζάρου, Αν.Το εμπρόσθιον μέρος είναι πολυτελές καί παρουσιάζουσί σε ώς γυναίκα αξιοπρεπή, το δέ οπίσθιον ευτελές καί δεικνύει εις τόν κόσμον τήν ελεεινότητά σου. Κουσκινόκουλ' (η) = με τρυπημένα τά ενδύματα όπως τό κόσκινον. Λέγεται ... -
Πάγουσιν ου Ραμαντάτς 'ς του θέρου
Λαζάρου, Αν.Θέρου (ου) = και το θέρος και ο Αύγουστος μην, όστις λέγεται και “θιρστής”= θεριστής -
Παλιό μου κόσκινου που να σ΄απιτάξου, κινούριου που να σι κριμάσου
Λαζάρου, Αν.Ερμηνεία: Λέγεται επί των ασταθών ανθρώπων -
Παντρεύουντι τα στπιά κι' παίρν τα κρουκύθια
Λαζάρου, Αν.Στπί (το) = Στουπί, κροκύθ (του) = κετσες, είδος τριχών, ομοιότατου με το στουπί -
Πήραν του υούφτου να τουν κάμν βασιλεάν κι αυτός ποιο δέντρον κάμν΄ ια κάρβνα
Λαζάρου, Αν.Κάρβνα-κάρβουνα. Ό,τι εκ φύσεως έχομεν δεν δυνάμεθα να λησμονήσωμεν, και αν ακόμη μας δοθή περίστασις να μεταβάλωμεν καίτην -
Πίντς Ιουργάκ' μ', κρασάκ';
Λαζάρου, Αν.Πίνεις Γιωργάκι μου κρασάκι; Εκπίπτει εκείνους, οίτινες, ενώ αυτοί αρέσκονται να καμωσιτι, προτείνουσι δήθεν εις άλλους τούτο όπως εκείνος, όστις, θέλων να πιη οίνον, αλλά μη θέλων να φανή, λέγει εις τον Γεωργάκη “πίνεις ... -
Πόνα ξύλου βγαίν' κι ψουμόφκυαρου, βγαίν' κι σκατόφκυαρου
Λαζάρου, Αν.Ψουμόφκυαρου (του) = πτυάριον χρησιμεύον διά τους κλιβάνους, ίνα θέτωσι τους άρτους εντός αυτών. Η παροιμία λέγεται επί των γονέων εκείνων, οίτινες απέκτησαν και αγαθά και πονηρά τέκνα -
Πότε η νύφ' μας γουργή; Του σαββάτου του βραδ'
Λαζάρου, Αν.Η νύμφη δεν πρέπει να αναμένη το Σάββατον δια να ετοιμασθή, δηλαδή το α' Σάββατον του γάμου -
Που καλό, π' αχαμνό χράζιτι μια σαρμάντσα 'ς του μαναστήρ'
Λαζάρου, Αν.Που καλό 'π' αχαμνό = για καλό και για κακό -
Πού θα πας, κουτσουπέτνι; Θα πάου 'ς την Πόλ'. Αν σ' αφίκν, ακόμα παρέκεια θα πας
Λαζάρου, Αν.Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Πουλλές φουρές πά' η στάμνα ια νιρό, μα μια φουρά τσακίζιτι
Λαζάρου, Αν.Συνοδεύεται από κείμενο ...