Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κούκος, Θεόδωρος Δ."
-
Βγήκε η πομπή στην πόρτα και λέει Για τους διαβάτες
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Λέγεται για τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι αν και έχουν όλα τα κακά της μοίρας τους, κάθονται και κοτσομπολεύουν τους άλλους ανθρώπους Για ένα παράπτωμά των -
Γουρούνι στο σακκί, φτύστο μη βασκαθή
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Λέγεται κατά την αγοραπωλησίαν ζώου τινός το οποίον ο αγοραστής δεν το είδε ακόμα και όμως οι άλλοι του εύχονται να του ζήση και γίνεται η διαπραγμάτευσις περί της αξίας του ζώου. -
Έβγα όξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Ταύτην μεταχειρίζονται για να δηλώσουν ότι ο καθένας δεν πρέπει να παρακαλή τινα να του δανείση ένα πράγμα και ο οποίος είναι όλο δυστροπίες ως επί παραδείγματι (πρόσεχε θα σου δώσω μη μου το χαλάσης όμως, ξέρεις πόσο μου ... -
Η καλη μέρα φαίνεται από το πρωί
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Λέγεται για την σκέψην και βούλησιν των ανθρώπων που εξ' αρχής καταφαίνεται το τέλος μιας εργασίας των την οποίαν αρχίζουν με διάφορον κατεύθυνσιν -
Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Την μεταχειρίζονται όταν πρόκειται περί ενός εντίμου προσώπου το οποίον προσπαθούν διά διαφόρων τρόπων και μέσων να συκοφαντήσωσι -
Κι ο μικρός γάμος κούρταλα κι ο μεγάλος κούρταλα
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955) -
Κορόϊδεψες και δείπνησες, δε θα γιοματίσης
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Λέγεται για τους ανθρώπους εκείνους οίτινες στις συναλλαγές τους δεν είναι καλής πίστεως, αλλά απατεώνες -
Μη περηφανεύεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι και το χωριό σου είναι κοντά σε ξέρω από ποιούς είσαι
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Αυτήν την λέγουν για άνθρωπον ο οποίος κάνει τον έξυπνο, τον πολύπειρον, ενώ κατά βάθος είναι άδειος και ουδεμίαν αξίαν έχει. Καμμιά φορά και για άνθρωπο, γειτονικού χωριού, που πηγαίνει στο χωριό τους να τους πουλήση ... -
Νά λείψουν τά πεπέρια μου νά ιδώ τά μαγερμά σου
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Συνήθως λέγεται για ανθρώπους οι οποίοι καυχιώνται γιά τά αγαθά τους, ενώ είναι μόχθοι άλλων εργαζομένων ανθρώπων. Δηλαδή η νοικοκυρωσύνη τών γονέων και η υπερηφάνεια τών παιδιών -
Ντράπου ντράπου η παπαδιά ευρέθη γκαστρωμένη
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Δηλαδή η πολύ καλογνωμούδα καμμιά φορά φέρνει την κουταμάρα -
Ο μουγγός νικάει το φαρφαλιάρη
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Δηλαδή ο υπομονετικός άνθρωπος βγαίνει πάντα κερδισμένος, εν συγκρίσει με αυτόν που αφήνει το στόμα του ελεύθερο για το κάθε τι κι ύστερα βγαίνει ζημιωμένος -
Όλη μου η έγνοια τ' αντρός μου ο θάνατος
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Η αλληγορική σημασία της είναι του ότι δεν ενδιαφέρονται και ουδεμίαν σημασίαν δίδουν δι' εν ζήτημα το οποίον ουδόλως τους ενδιαφέρει -
Πάρε άνθρωπο από σόϊ και σκυλί από μαντρί
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Σε όλες τις συναλλαγές της ζωής, είτε στην αγοράν ζώου τινός, είτε εις την εκλογήν γυναικός να προσπαθής να είναι από γένος καλόν και ως προς την προίκαν της γυναικός, ας είναι ολιγώτερα -
Πέντε μέτρα, μια κόψε
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Πρέπει καλώς να σκεπτώμεθα κι έπειτα να θέτωμεν σε εφαρμογή ένα σχεδιό μας -
Πες μου πώς σε δείρανε και ξεύρω πόσες έφαγες
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Ταύτην μεταχειρίζονται για κάθε αποτυχόντα εις την εργασίαν του, επιχείρησίν του και προσπαθεί ποικιλοτρόπως να συγκαλύψη την αποτυχίαν του -
Που πάς Μαριώ, τα βόδια που ο βικόλος δεν τα θέλει
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Δηλαδή αφού είσαι ανεπιθύμητος, τί κάθεσαι και παρακαλείς; -
Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Την μεταχειρίζονται για τους φιλαργύρους και τους σκληρούς την καρδίαν, τους οποίους όσον κι αν τους παρακαλέσης για κάτι τι τίποτε δεν κατορθώνεις -
Τ' ακριβού το βιός σε χαροκόπου χέρια
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Την λέγουν για τους φιλάργυρους οι οποίοι τίποτε δεν εξοδεύουν για κανένα σκοπόν και πεθαίνοντας σπαταλώνται τα χρήματά τους από τους κληρονόμους αφειδώς -
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν άσπρα σκέλια
Κούκος, Θεόδωρος Δ. (1955)Λέγεται δι' ανθρώπους που ενδύονται και συμπεριφέρονται ύτω προσπαθούντες να φθάσουν τους πράγματι αξίους και πέφτουν όλο σε γκάφες