Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βρόντης, Αναστάσιος"
-
Ο Άουστος πουλά κρασίν κι ο Μάς πουλά σιτάρι
Βρόντης, Αναστάσιος (1950) -
Ο άσκημος λόγος δεν φελά
Βρόντης, Αναστάσιος (1950) -
Ο κάουρας εψόφησε για το γονικόν του
Βρόντης, Αναστάσιος (1939) -
Ο λό(γ)ος σοτ μ' εχόρτασε και το ψωμί αου φά(γ)ε το
Βρόντης, Αναστάσιος (1939)Για κείνους που πάντα προσέχουν στα λόγια των -
Ο λό(γ)ος σοτ μ' εχόρτασε και το ψωμί αου φά(γ)ε το
Βρόντης, Αναστάσιος (1939)Για κείνους που πάντα προσέχουν στα λόγια των -
Ο λωλός δουλειά εν είχεν κι' έλυνεν κι' έδενεν τη βράκαν του
Βρόντης, Αναστάσιος (1950)Για κείνους που εργάζονται χωρίς κανένα όφελος -
Ο Μελέτης εμελέταν κι η Γληόρης εγληόρα
Βρόντης, Αναστάσιος (1939) -
Ο μπροστινός ο γά(δ)αρος νοίγει τού πισινού τά μάτια
Βρόντης, Αναστάσιος (1939)Γιά κείνους πού σωφρονίζονται από τά παθήματα τών άλλων -
Ο μύλος με την ακοή λέθει
Βρόντης, Αναστάσιος (1939)Για κείνους που ενεργούν πάντοτε καλά και δίκαια -
Ο μύλος με την ακουήν λέθει
Βρόντης, Αναστάσιος (1950)Για όσους αποχτούν φήμη με την τίμια δουλειά τους -
Ό,τι πάρ' η νύφ' στον παστό
Βρόντης, Αναστάσιος (1950) -
Όλις που (δ)εν έχει νύχια να ξυστή
Βρόντης, Αναστάσιος (1939)Για κείνους που περιμένου από άλλους -
Όμορφες 'γαπούν α(ε)τοί, τες άσκημες οι πετεινοί
Βρόντης, Αναστάσιος (1939)