Πλοήγηση ανά Λήμμα "ήπατα"
Αποτελέσματα 5-24 από 32
-
Έπιασε ήπατα αυτός
(1926)Εξεγύρισε. Ενώ ήτο κακομοιριασμένος σωματικώς, τ΄ψτα επάχυνε και ωμόρφήνε. Ήρχισεν' αναρρωννύη. -
Εκόπηκαν τα ήπατά μου
(1892)Ερμηνεία: Εις εκδήλωσιν της σωματικής χαλάρωσης ήν δοκιμάζειτης επί τω ακούσμαι ή ειδ' αιφνίδια θέα δυσαρέστου περιστατικού -
Εκόπησαν τα ήπατά μου
Ερμηνεία: Όταν τις εξανληθή κ πάλη από υπερκόπωσιν, ενώ εργάζεται ή πορεύεται -
Εκοπήκανε τα ήπατά μου
(1914) -
Ηκοπήκανε τα ήπατα μου
(1918)Ερμηνεία: Αι σωματικαί μου δυνάμεις Ήδη παρ' Αισχ. Ως έδρα των ψυχικών παθών -
Κοπήκανε τα ήπατά μου
(1957) -
Κουπήκανι τα ηπατά μ'
(1921) -
Κσή! Λέγι και ρούζ' ύπαρι ατς
(1911) -
Μόκουψι τα ήπατα μ'
(1906)Αυτή η πέτρα. Ερμηνία : Ήπατα μόνον εις τον πληθ. Εκ της κυρίας σημασίας μετέπεσεν εις την των σωματίκων δυνάμεων και ιδίως των γεννητικών μορίων -
Μόκοψε τα ήπατά
(1884)Ερμηνεία: Τας σωματικάς και ψυχικάς δυνάμεις, ώστε δεν δύναμαι να πράξω τίποτε -
Μου έκοψε τα ήπατα
(1917) -
Μου κόβει τα ήπατα
(1918)Τόκοψα, Ερμηνία : Με κλονίζει, με απελπίζει , με συντριβείν κλπ. “Μ' αυτό το νέον που ήφερες, μόκοψες τα ήπατα” “Εκόπηκαν τα ήπατά μου, σα σε είδα άξαφνα” Θαν τους κόψω τα ήπατα σα μ' ακούσουν -
Μου κόπ'καν τα ήπατα
(1953)Ήπατα = τα σπλάχνα, ιδίως εις την φρ. Κατεταράχθην, έχασα τας δυνάμεις μου συνέπεια σοβαρού δυστυχήματος