• Έπιασε ήπατα αυτός 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)
    Εξεγύρισε. Ενώ ήτο κακομοιριασμένος σωματικώς, τ΄ψτα επάχυνε και ωμόρφήνε. Ήρχισεν' αναρρωννύη.
  • Εκόπηκαν τα ήπατά μου 

    Άγνωστος συλλογέας (1892)
    Ερμηνεία: Εις εκδήλωσιν της σωματικής χαλάρωσης ήν δοκιμάζειτης επί τω ακούσμαι ή ειδ' αιφνίδια θέα δυσαρέστου περιστατικού
  • Εκόπηκαν τα ήπατά μου 

    Κανδηλώρος, Τάκης Χ.
    Παραμφερής κόβω
  • Εκόπησαν τα ήπατά μου 

    Ερωτόκριτος, Ιωάννης
    Ερμηνεία: Όταν τις εξανληθή κ πάλη από υπερκόπωσιν, ενώ εργάζεται ή πορεύεται
  • Εκοπήκανε τα ήπατά μου 

    Ξανθουδίδης, Στέφανος Α. (1914)
  • Ηκοπήκανε τα ήπατα μου 

    Βογιατζίδης, Ι. Κ. (1918)
    Ερμηνεία: Αι σωματικαί μου δυνάμεις Ήδη παρ' Αισχ. Ως έδρα των ψυχικών παθών
  • Κόπηκαν τα έπατά μου 

    Λαμέρας, Κωνσταντίνος Γ. (1941)
    Επί μεγάλης ηθικής (λύπης, φόβου) καταβολής των δυνάμεων
  • Κόπκαν τα ήπατα μ' 

    Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)
    Δεν έχω δυνάμεις, είτε από φόβο είτε από κόπο
  • Κοπήκανε τα ήπατά μου 

    Μηλιώρης, Νίκος Ε. (1957)
  • Κουπήκανι τα ηπατά μ' 

    Ιωαννίδης, Σωκράτης Ν. (1921)
  • Κσή! Λέγι και ρούζ' ύπαρι ατς 

    Μελανοφρύδης, Παντελεήμον Η. (1911)
  • Λυθήκαν τα ήπατα μ' 

    Ιωαννίδης, Σωτήρης Ν.
  • Με φαρμάκωσε τα ήπατα 

    Ζήκος, Αστέριος
  • Μόκουψι τα ήπατα μ' 

    Άγνωστος συλλογέας (1906)
    Αυτή η πέτρα. Ερμηνία : Ήπατα μόνον εις τον πληθ. Εκ της κυρίας σημασίας μετέπεσεν εις την των σωματίκων δυνάμεων και ιδίως των γεννητικών μορίων
  • Μόκοψε τα ήπατά 

    Γόνιος, Α. (1884)
    Ερμηνεία: Τας σωματικάς και ψυχικάς δυνάμεις, ώστε δεν δύναμαι να πράξω τίποτε
  • Μου 'κοψε τα ήπατα 

    Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνος Ι. (1894)
    Ερμηνεία: Με καταλύπησε, με κατέστησε δυστυχή
  • Μου έκοψε τα ήπατα 

    Παπανδρέου, Γεώργιος (1917)
  • Μου κόβει τα ήπατα 

    Παπανδρέου, Γεώργιος (1918)
    Τόκοψα, Ερμηνία : Με κλονίζει, με απελπίζει , με συντριβείν κλπ. “Μ' αυτό το νέον που ήφερες, μόκοψες τα ήπατα” “Εκόπηκαν τα ήπατά μου, σα σε είδα άξαφνα” Θαν τους κόψω τα ήπατα σα μ' ακούσουν
  • Μου κόπ'καν τα ήπατα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ήπατα = τα σπλάχνα, ιδίως εις την φρ. Κατεταράχθην, έχασα τας δυνάμεις μου συνέπεια σοβαρού δυστυχήματος
  • Μου κόπηκαν τα ήπατα 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
    Ερμηνεία: Η ψυχική δύναμις