• Με φαρμάκωσε τα ήπατα 

    Ζήκος, Αστέριος
  • Μόκουψι τα ήπατα μ' 

    Άγνωστος συλλογέας (1906)
    Αυτή η πέτρα. Ερμηνία : Ήπατα μόνον εις τον πληθ. Εκ της κυρίας σημασίας μετέπεσεν εις την των σωματίκων δυνάμεων και ιδίως των γεννητικών μορίων
  • Μόκοψε τα ήπατά 

    Γόνιος, Α. (1884)
    Ερμηνεία: Τας σωματικάς και ψυχικάς δυνάμεις, ώστε δεν δύναμαι να πράξω τίποτε
  • Μου 'κοψε τα ήπατα 

    Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνος Ι. (1894)
    Ερμηνεία: Με καταλύπησε, με κατέστησε δυστυχή
  • Μου έκοψε τα ήπατα 

    Παπανδρέου, Γεώργιος (1917)
  • Μου κόβει τα ήπατα 

    Παπανδρέου, Γεώργιος (1918)
    Τόκοψα, Ερμηνία : Με κλονίζει, με απελπίζει , με συντριβείν κλπ. “Μ' αυτό το νέον που ήφερες, μόκοψες τα ήπατα” “Εκόπηκαν τα ήπατά μου, σα σε είδα άξαφνα” Θαν τους κόψω τα ήπατα σα μ' ακούσουν
  • Μου κόπ'καν τα ήπατα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ήπατα = τα σπλάχνα, ιδίως εις την φρ. Κατεταράχθην, έχασα τας δυνάμεις μου συνέπεια σοβαρού δυστυχήματος
  • Μου κόπηκαν τα ήπατα 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
    Ερμηνεία: Η ψυχική δύναμις
  • Μου κόπηκαν τα ήπατα 

    Ρέκας, Β. Δ.
    Ερμηνεία: Αποκάμνω εξ κουράσεως αλλά και εκ φόβου τά έχασα
  • Μου κόπηκαν τα ήπατα 

    Ρωμαίος, Κωνσταντίνος Α. (1920)
  • Μου κόπηκαν τα ήπατα 

    Μανούσος, Αντώνιος (1880)
    Δεν έχω πλέον δύναμιν
  • Μου κοπήκανε τα ήπατα 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)
    Εφοβήθην υπερβολικώς
  • Παραπομπή 

    Άγνωστος συλλογέας
  • Τα ήπατα μου κόβγουνται 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
    Ερμηνεία: Αι δυνάμεις μου εξαντλούνται, κοπούνται τα μέλη μου
  • Τα ήπατά μου κοπήκαν 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
    Ερμηνεία: Η φράσις λέγεται επί τρόμου και μεγάλης κοπώσεως, (αι σωματικαίς μου δυνάμεις μ' εγκατέλειπον)
  • Του κόπηκαν τα ήπατα 

    Μανούσος, Αντώνιος (1880)
    Φράσις