Πλοήγηση ανά Λήμμα "δέρνω"
Αποτελέσματα 74-93 από 224
-
Δεν μπορώ να δείρω το γάϊδαρο και δέρνω το σαμάρι
(1956)Όταν κανείς δεν μπορή να θυμώση με κείνον που τον πείραξε, και ξεσπά σε άλλον που δεν τον έπταισε -
Δεν τα βγάζει με το γάϊδαρο και δέρνει το σομάρι
Όταν αποφεύγη κανείς να καταλογίση τις ευθύνες στον πραγματικόν αίτιο, άμα αυτός είναι δυνατός, και τιμωρεί τους ανίσχυρους, που δε φοβάται να του εναντιωθούν -
Δι σώνι (ή: δι φτάνι) π' μι δέρινι η θάλασσα, μι δέρινι κι του κύμα
(1939)Όταν εις κινδυνεύοντα προσετίθεντο και άλλαι ζημίαι και κίνδυνοι δευτερεύοντες -
Έν αμπουρά να δέρη του γάραδουν κη δέρνει του σαμάριν
(1941)Πολλάκις τιμωρείται ο μη αδικήσας ασθενής αντί του αδικήσαντος ισχυρού. Οι αρχαίοι έλεγον: “μάγειρος ηδίκησεν αυλητής αικίζεται” -
Έφτιι ο γαϊδαρος δέρνανε το σαμάρ
(1914) -
Εν να σε δέρω, τζ' ας εν τζ' η βέρgα μου χλωρή
(1940)Θέλω να σε δείρω έστω και αν έχω άδικον, είτε και αν είμαι χειρότερος από εσέ