Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 642-661 από 888
-
Ήντσαν εβγαίν' και πορπατή για κάτ' ευρήκ' και τρώει άτον για κάτ' ευρήκ' και τρώει
(1929)Όποιος βγαίνει και περπατεί ή κάτι βρίσκει και τον τρώγει ή κάτι βρίσκει και τρώγει -
Ήντσαν θέλ' το καλό σ' ευτάει σε και κλαις
(1929)Όποιος θέλει το καλό σου σε κάνει και κλαις. Ο πραγματικώς αγαπών τινά τον συμβουλεύει και επιπλήττε και τιμωρεί παρεκτρεπόμενον -
Ήντσαν κρατή το μελοκούτ΄ λείχ΄ το δάχτυλον άτ΄
(1929)Όποιος βαστά το δοχείο του μελιού λείχει το δάχτυλό του -
Ήντσαν τρέχ' 'ς σήν αρχοντίαν συερά την εφτωχίαν
(1929)Όποιος τρέχει 'ς την αρχοντιά συναντά τη φτώχια -
Ήρταν τ΄άγρια κ΄εκώλυσαν τα ήμερα
(1929)Ερμηνεία: Ήρθαν τ΄άγρια κ΄έδιωξαν τα ήμερα. Ινεπ. Ιδέ 532 -
Ηύραμε έναν πέταλον, θέλομε τρία πέταλα κι άλλο κ' έναν άλογον
(1929)Κι άλλο = ακόμη|Τραπ. Επί του νομίζοντοε ότι συντελέσθη το όλον έργον, του οποίου ελάχιστον μέρος έγινε -
Ηύρεν η κάτα τον πεντικόν μάρτυραν
(1929)Ερμηνεία: Επί του προσάγοντος μάρτυρα αναξιοπιστότερον εαυτού -
Θ' αγοράζ' έναν βολόν 'κι ορωτά η οκά το σίδερον πόσον έχ';
(1929)Μια βελόνα θ΄αγοράση και ρωτά “πόσο έχει η οκά το σίδερ” -
Θαγατερίτσα μ', λέγω σε, εσύ, νυφίτσα μ', άκ' σον
(1929)Θυγατέρα μου, εσένα το λέγω, εσύ, νυφίτσα μου, άκουσε -
Θυμήσου τον κι ας έρθη
(1929)