Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 60-79 από 518
-
Αρκού άλειμμαν σ' ωμία - σ'
(1939)Σαρκαστική έκφραση την απευθύνουν σε μεγάλους και δυνατούς που επιτίθενται σε μικρούς κι αδύνατους. Ανάλογο με την ειρωνική έκφραση: να μην αβασκαθείς -
Αρκούδας λίπος στους ώμους σου
(1939)Σαρκαστική έκφραση την απευθύνουν σε μεγάλους και δυνατούς που επιτίθενται σε μικρούς κι αδύνατους. Ανάλογο με την ειρωνική έκφραση: να μην αβασκαθείς -
Ας είχα τον άντρα μου κι ας ήμουν και στα πατρικά μου
(1939)Ειρωνικά για τις γυναίκες κυρίως, που τα θέλουν όλα δικά τους και γυρεύουν ολοένα πλεονεκτήματα και δικαιώματα, χωρίς καμμιάν υποχρέωση -
Ας λέγομε και τη γαϊδαρίτς
(1939)Εύσχημος τρόπος ν΄αρχίσει κανείς συζήτηση για συνοικέσιο κυρίως, ή άλλη υπόθεση σοβαρή που μας απασχολεί και θέλομε να πάρει σειρά στη συζήτηση -
Ας λείπ' κι' ο καλόγερον, ας λείπ' κ' η ευχή – ατ'
(1939)Για το καλό που είναι συνακόλουθο και με αντίστοιχο κακό, είτε από πρόσωπο προέρχεται, είτε από υποθέσεις διάφορες -
Ας σό κακόν, σον κίνδυνον
(1939) -
Ασ' σ' ακριβόν κι άλλο αφτενόν πράμαν κ' εν
(1939)Οξύμωρη έννοια που στη βάση της είναι σωστή. Με ανάλογη σημασία λένε κι οι εγγλέζοι : Δεν είμαι τόσο πλούσιος για ν' αγοράσω φτηνό πράμα -
Ασ' σ' έναν ξύλον σταυρόν πα γίνεται, ιφτάρ' πα γίνεται
(1939)Από τους ίδιους γονιούς μπορεί να γεννηθούν και καλά και κακά, κ΄ έξυπνα και κουτά παιδιά -
Ασ' σ' ωβόν απάν' μαλλίν αραύ' να αχπάν
(1939)Απ' το αυγό απάνω μαλλί γυρεύει να μαδήσει. Ανάλογο με το:προσπαθεί να βγάλει ξύγκι από τη μυίγα. -
Ασ' σα χείλα πρόγατον κι' ας' σην καρδίαν λύκος
(1939)Για υποκριτές γλυκομίλητους με κακούργα ένστικτα -
Ασ' σά μυτία – μ' έρθεν
(1939)Ερμηνεία: Από τις μύτες μου ήρθε, δεν το χάρηκα, ή το πλήρωσα ακριβά -
Ασ' σά μυτία – μ' εξέγκεν – α
(1939)Ερμηνεία: Από τις μύτες μου τόβγαλε, δε μ' άφησε να χαρώ το καλό που μου έκανε, ή μ' εκδικήθηκε για κάτι που τούκανα -
Ασ' σή τστσί σ' το κουδούκ' έκοψες κ' εδέκες μ' α
(1939)Από του βυζιού σου τή ρόγα έκοψες και μου τόδωσες. Χαρακτηρίζει πολύ φειδωλή προσφορά πού προδίνει τσιγκουνιά -
Ασ' σην οκνίαν ατ' το πολλά, τον γάϊδαρον “τάγη” κουϊζ dτον
(1939)Από την πολλή του τεμπελιά, τον γάϊδαρο “θείε”, τον φωνάζει. Κλασικός τεμπέλης, πολύ οκνηρός