Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου"
-
Φαντάσματα
Στις Φράκι τον ποταμόν βγαίνει το Κάργαρον του μεσημεριού ένα τσικουράκιν και χτυπά τακ – τακ και πελεκά πέτρες μονάχον του κι οποίον πιτύχη κοντά, πετά κι άμα του (χτυπήση και κάμνη πληγήν, εγ γιαίνει πολλές. [Φράκι= τοποθεσία Σιδερούντος (Φραγή – φραγμοί), κάργαρον= μεσα στην όψι του μεσημεριού] Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Στο λίγος θέριζζε και στη γ γέμι σπέρνε
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)Λίγος = δηλαδή του φεγγαριού όθεν αμαλίος του φεγγαριού και δουλέψης το χωράφι, πλαντακιάζζει (μένει λειψό) -
Σύρνε με κ' εγώ να κλαίγω και να κάμνω πως δεθ θέλω
Βίος, Στυλιανός ΣχολάρχουΕρμηνεία: Επί επιθυμούντος τι κατά βάθος φαινομενικώς δε αρνουμένον -
Σωστός λογαριασμός μισή πλερωμή
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Τ' άπριπα πριπούμινα κι τ' γουμαριού η σέλλα
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)Ερμηνεία: Επί των φορούντων τα μη αρμόζοντα εις την θέσιν των -
Ουράνια σώματα
Τ' αστέρια είνι τα πιδιά του ήλιου κι τ' φεγγαριού κι τ' μέρα δε φαίνουντι γιατί είνι φώς κι αυτούνα είνι μικρά. Τ' άλλου τρανώτερο είνι ου αυγερινός. Αυτήνους του βράδ κρύβιτι τν αυγή. Αλλά αστέρια είνι η αλιτρουπόδα, η πούλια, η γλαριά, ου Σταυρός, κι ο Ιουρδάνς πουταμός. Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918) -
Τ' είν' ο κάβουρας και τ' είν' τα πλοκάμια του
Βίος, Στυλιανός ΣχολάρχουΕπί του ελάχιστα μέσα διαθέτοντος και μη δυναμένου να πράξη τι -
Τα βαλε σκολαρίκια τα λόγια της
Βίος, Στυλιανός ΣχολάρχουΒάλλω σκολαρίκια τα λόγια (τινός) = προσεχω και ενθυμούμαι, από παραμύθι -
Τα έκανε σαλάτα
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου -
Τα ήπατά μου κοπήκαν
Βίος, Στυλιανός ΣχολάρχουΕρμηνεία: Η φράσις λέγεται επί τρόμου και μεγάλης κοπώσεως, (αι σωματικαίς μου δυνάμεις μ' εγκατέλειπον) -
Τα παιδιά είναι παιίδεια
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου -
Τατσινάς= σατανάς
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου -
Στοιχειώμενα πουρνάρια
Τεικεί ς’ γκουρφή ένι ναι πουρνάρα μιγάλ’ κι κείνα τα χρόνια ξισκλίσκι κι κεί μέσα ηύρη ένας έναν τρουβά λιπτά κι ένι ησκουμέν ικείν η πουρνάρα, κι άμα κουντέβ να πιθάν κανένας, νιά βραδυά μωρός, ένα βοόιδ ολονένα τα’ ακούνι που μγγράζ. (ησκουμέν= στοιχειωμένο) Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1918)